Του Νάσου Χατζητσάκου
Ναι μεν η ελληνική οικονομία μοιάζει να βρίσκεται σε μια θετική, ωστόσο ήπια, πορεία, αλλά… φαίνεται να στηρίζεται σε πυλώνες ασταθείς, όπως είναι ο τουρισμός, οι κατασκευές και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), οι οποίοι κάποια στιγμή -το κοντινό 2027- θα τελειώσουν.
Την ίδια στιγμή, το σημαντικό τεχνολογικό και παραγωγικό κενό, η έλλειψη επαρκών επενδύσεων, το χαμηλό επίπεδο της αγοραστικής δύναμης, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα και το χαμηλό διαρθρωτικό αποτύπωμα αποτελούν παράγοντες οι οποίοι προκαλούν αβεβαιότητα σε σχέση με τη μεσομακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά της.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την τελευταία ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, επιβεβαιώνοντας πλήρως τα σχετικά ρεπορτάζ της «DEALnews». Η έκθεση εξετάζει την εξέλιξη ποσοτικών μεγεθών της οικονομίας στη διάρκεια κυρίως του εννεαμήνου Ιανουάριος – Σεπτέμβριος του 2024.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ, η θετική, αν και ήπια, πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το 2024, παρά τη μεγάλη αβεβαιότητα που προκαλούν οι διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, καθοριστική συμβολή σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισαν οι εισερχόμενες τουριστικές ροές, η ενισχυμένη οικονομική δραστηριότητα στις κατασκευές και οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. «Οι μεταβολές αυτές», όμως, όπως τονίζει το Ινστιτούτο, «δεν δημιουργούν συνθήκες αναπτυξιακού μετασχηματισμού».
«Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, το οποίο, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζεται από πολιτική αβεβαιότητα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία, η οποία αποτελεί έναν από τους κύριους εξαγωγικούς προορισμούς των ελληνικών προϊόντων, και πολύ πιθανών εμπορικών ανταγωνισμών», επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΝΕ, «η ποιοτική ενδυνάμωση και η κλαδική εμβάθυνση του παραγωγικού συστήματος θα έπρεπε να αποτελούν στρατηγικό στόχο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα».
Σε πολύ υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος
Υποβοηθούμενο από την άνοδο του πληθωρισμού και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, το ύψος του δημόσιου χρέους ως ποσοστού στο ΑΕΠ κατέγραψε σημαντική αποκλιμάκωση. Ειδικότερα, το β’ τρίμηνο του 2024 κατήλθε στο 163,6%, έναντι 172,5% το β’ τρίμηνο του 2023.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εξέλιξη του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, το β’ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε στα 369,4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 96 εκατ. ευρώ έναντι του β’ τριμήνου του 2023 και 343 εκατ. ευρώ έναντι του τέλους του ίδιου έτους. «Σε απόλυτα νούμερα, και παρά τη μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το ύψος του δημόσιου χρέους εξακολουθεί να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, στα οποία βρέθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 2020» επισημαίνεται στην έκθεση του ΙΝΕ.
Δεύτερη χαμηλότερη σε επενδύσεις η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Στο ίδιο χαμηλό επίπεδο με αυτό του πρώτου εξαμήνου του 2023 (13,8% του ΑΕΠ) διατηρήθηκαν οι επενδύσεις το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο, ενώ στην Ε.Ε. υποχώρησαν κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το δεύτερο τρίμηνο του ’24, μάλιστα, η Ελλάδα ήρθε προτελευταία στη σχετική λίστα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η αρνητική επίδοση είχε και συνέχεια. Το τρίτο τρίμηνο οι επενδύσεις έμειναν στάσιμες (0,3% αύξηση του όγκου τους, έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2023).
Το Ινστιτούτο συμπεραίνει ότι, αν και οι επενδύσεις στην Ελλάδα ενισχύθηκαν σημαντικά από το 2021 κι ύστερα, στην πορεία αυτή συνέβαλαν οι πόροι του ΤΑΑ. Ωστόσο, η σημασία του Ταμείου για τις ελληνικές επιδόσεις προκαλεί προβληματισμό για το ποια θα είναι η εξέλιξη των επενδύσεων μετά το πέρας του προγράμματος το 2027.
Το μεγάλο «αγκάθι» του διαρκώς αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος
Μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας από την πανδημική κρίση, οι ελληνικές εξαγωγές κινούνται σε απόλυτη συνάφεια με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές της Ε.Ε. Το αποτέλεσμα αυτό, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, είναι αναμενόμενο, δεδομένης της σύνδεσης της ελληνικής οικονομίας με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις.
Ωστόσο, μεγάλο πρόβλημα παρατηρείται με την πορεία των ελληνικών εισαγωγών, οι οποίες αυξάνονται με ρυθμό μεγαλύτερο των εξαγωγών, καταγράφοντας ένα διαρκές εμπορικό έλλειμμα, όπως η «DEALnews» έχει επισημάνει σε σχετικά ρεπορτάζ.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω το γ’ τρίμηνο του 2024, αφού οι πραγματικές εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 4,2% σε ετήσια βάση, έναντι 3,3% των εξαγωγών. Το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα είναι αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα.
Σημειώνεται ότι το β’ τρίμηνο του 2024 η Ελλάδα κατείχε την προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., με το εμπορικό έλλειμμα να αντιστοιχεί στο 7,9% του ΑΕΠ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 17/1/2025)