Ο τομέας της μεταποίησης στην Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του τελευταίου έτους τον Φεβρουάριο του 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία της S&P Global. Η παραγωγή αγαθών αυξήθηκε σημαντικά, με βασικούς παράγοντες την άνοδο της παραγωγής, των νέων παραγγελιών και της απασχόλησης.
Οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε προσλήψεις προσωπικού και αύξησαν τις αγορές πρώτων υλών, ανταποκρινόμενες στη μεγαλύτερη ζήτηση και στην ανάγκη διατήρησης της παραγωγικής ικανότητας. Παράλληλα, η μείωση του όγκου των αδιεκπεραίωτων εργασιών, που διαρκούσε επί 19 μήνες, φαίνεται να σταμάτησε, υποδηλώνοντας σταθεροποίηση στη δυναμική του κλάδου.
Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τη μεταποίηση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις 55,0 μονάδες τον Μάρτιο, από 52,6 μονάδες τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη βελτίωση στις λειτουργικές συνθήκες του τομέα από τον Απρίλιο του 2024, γεγονός που αποτυπώνει την αυξημένη ζήτηση και τη δυναμική ανάπτυξη.
Η επιτάχυνση της παραγωγής στο τέλος του πρώτου τριμήνου, σε συνδυασμό με την άνοδο των νέων παραγγελιών –και ιδιαίτερα αυτών που προορίζονται για εξαγωγές–, συνέβαλε σημαντικά στη θετική πορεία του κλάδου. Ο ρυθμός αύξησης των νέων παραγγελιών ήταν ο μεγαλύτερος που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 11 μήνες.
Η αύξηση της ζήτησης οδήγησε τις επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα να ενισχύσουν το εργατικό τους δυναμικό, με τον ρυθμό προσλήψεων να είναι ο υψηλότερος από τον Ιανουάριο του 2022. Εκτός από νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης, πολλές εταιρείες επέλεξαν και προσωπικό προσωρινής απασχόλησης για να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες παραγωγής.
Παράλληλα, οι αγορές πρώτων υλών και άλλων εισροών σημείωσαν άνοδο, καθώς οι επιχειρήσεις επιδίωξαν να διασφαλίσουν την ομαλή ροή της παραγωγής και να ενισχύσουν τα αποθέματά τους. Ο ρυθμός αύξησης των εισροών ήταν ο ταχύτερος από τον Ιούλιο του 2024, γεγονός που υποδηλώνει προσδοκίες για συνέχιση της ανάπτυξης.
Η άνοδος του κόστους πρώτων υλών και μεταφορών οδήγησε σε αύξηση των τιμών εισροών κατά τον Μάρτιο, με τον ρυθμό ανόδου να είναι ο υψηλότερος από τον Νοέμβριο του 2022. Παρότι οι επιχειρήσεις μετέφεραν μέρος του αυξημένου κόστους στους πελάτες τους, η επιβάρυνση των λειτουργικών δαπανών παρέμεινε αισθητή.