Προκλητικές οι δηλώσεις Σιμόνοφ – Γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ουκρανία καταγγέλλει η Μόσχα
Αποδέσμευση της φορολόγησης των πετρελαϊκών εταιρειών από την παγκόσμια τιμή του πετρελαίου και σύνδεση με την κερδοφορία τους προτάσσει ο ηγέτης της Rosneft Ιγκόρ Σεχίν.
Την είδηση μεταδίδει η Vedomosti, η οποία συμπληρώνει ότι η ρωσική βιομηχανία πετρελαίου εδώ και χρόνια πιέζει για την υιοθέτηση ενός τέτοιου τρόπου φορολόγησης.
Όπως υποστηρίζει ο Σεχίν, είναι ζωτικής σημασίας η αλλαγή φορολόγησης του κλάδου, ώστε να τονωθεί η παραγωγή.
Σημειώνεται ότι η ρωσική κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει μικροεπεμβάσεις στη φορολόγηση των πετρελαϊκών εταιρειών της χώρας, με στόχο την τόνωση της παραγωγής αργού πετρελαίου και της υψηλής διύλισης προϊόντων.
Το 2011, έθεσε σε εφαρμογή το λεγόμενο σύστημα «60-66», το οποίο κατάργησε το φόρο στις εξαγωγές αργού πετρελαίου.
Μεσάζοντες και φόροι φουσκώνουν τον λογαριασμό
Ως γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ενεργειακής Ασφάλειας της Ρωσίας, o Κονσταντίν Σιμόνοφ ανήκει στους ανθρώπους που εκφράζουν τις επίσημες θέσεις και τις απόψεις της Μόσχας, σε ό,τι αφορά τα κομβικά ζητήματα της ενέργειας.
Τα όσα είπε και κυρίως οι δηλώσεις του σχετικά με το κομβικό για την ελληνική Οικονομία θέμα του κόστους του αερίου, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα.
Συγκεκριμένα, ο κ. Σιμόνοφ, στο μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε στην Καθημερινή, στάθηκε στο γεωπολιτικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται με φόντο την Ουκρανική κρίση, αλλά αναφέρθηκε και στις προεκτάσεις γύρω από τον ενεργειακό τομέα.
Η πρόκληση Σιμόνοφ
Ωστόσο ο Ρώσος αξιωματούχος προκαλεί αίσθηση με τις αναφορές του για το θέμα της τιμής του αερίου, καθώς παραδέχεται ότι υπάρχει ακόμη θέμα υψηλού κόστους -και κάνει αυτοκριτική για τη στάση της Μόσχας, σημειώνοντας ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ευελιξίας ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα:
«Δεν υποστηρίζω ότι η πολιτική της Ρωσίας είναι απόλυτα σωστή. Θα έπρεπε να είμαστε πιο ευέλικτοι σε ό,τι αφορά τις τιμές», τόνισε χαρακτηριστικά, ενώ αναφέρεται στην πρόοδο που έγινε με τη μείωση της τιμής που συμφωνήθηκε πρόσφατα.
Κατηγορίες περί μονοπωλιακής συμπεριφορά
Ωστόσο ο ίδιος συνεχίζει λέγοντας ότι η ρωσική πλευρά μπορεί να είναι «ακόμη πιο ευέλικτη και να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερες εκπτώσεις ιδιαίτερα στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, γιατί εκεί οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι η Ρωσία κινείται μονοπωλιακά», δηλώνει ο Ρώσος αξιωματούχος, σηματοδοτώντας μια ουσιαστική στροφή σε σχέση με την άκαμπτη μέχρι σήμερα στάση της Μόσχας στο θέμα των τιμών του αερίου.
Στην εξέδρα η «μπάλα» των ευθυνών
Το σημείο πάντως που ο Ρώσος αξιωματούχος πραγματικά γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτικός είναι αμέσως μετά, όταν αναφέρεται στους λόγους που κατά την άποψή του (και της Μόσχας) οι τιμές του αερίου στην Ελλάδα είναι ακριβές: «Πάντως οι τιμές εκτινάσσονται και λόγω των φόρων που επιβάλλονται αλλά και των προμηθειών που βγάζουν οι ενδιάμεσοι», τόνισε ο Ρώσος αξιωματούχος.
Η σημασία των δηλώσεων Σιμόνοφ είναι τεράστια. Έρχονται σχεδόν ένα χρόνο μετά τις περίφημες δηλώσεις Μεντβέντεφ, ο οποίος παραδεχόμενος ότι η τιμή του φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι 30% ακριβότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, άνοιξε το δρόμο για την επαναδιαπραγμάτευση της τιμής που ολοκληρώθηκε στις αρχές της φετινής χρονιάς.
Πέντε μήνες μετά τη συμφωνία, ένας ακόμη υψηλόβαθμος Ρώσος αξιωματούχος μιλάει για υψηλές τιμές του αερίου που μπορούν να μειωθούν περισσότερο.
Και επιπλέον το γεγονός ότι η τοποθέτηση αυτή έρχεται μετά την τελευταία συμφωνία, ουσιαστικά δίνει νέα τροφή για προβληματισμό σε σχέση με το τελικό κόστος του αερίου στην Ελλάδα αλλά και για τους λόγους που συντηρείται το χάσμα τιμών με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το θέμα του υψηλού ενεργειακού κόστους συνεχίζει και βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας για τον επιχειρηματικό κόσμο και όχι μόνο. Άλλωστε η σημαντική μείωση των εξαγωγών έχει ήδη προκαλέσει «κόκκινο» συναγερμό στο οικονομικό επιτελείο, σε σημείο που να συγκαλείται σήμερα έκτακτη σύσκεψη στο μέγαρο Μαξίμου, υπό τον πρωθυπουργό και με τη συμμετοχή του προεδρείου του ΣΕΒ. Στη σύσκεψη όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι η μείωση του ενεργειακού κόστους, παραμένει υπ’ αριθμόν ένα αίτημα της βιομηχανίας.