Ανάπτυξη 1,5-2% «βλέπει» η Alpha Bank
Θετικά μηνύματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εκπέμπει η Alpha Bank. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι ανάκαμψη της οικονομίας και η αύξηση της απασχόλησης εμποδίζονται από την πολιτική που ακολουθείται στη φορολογία ακινήτων.
Η ταχεία επιβράδυνση της πτωτικής πορείας του ΑΕΠ συνεχίστηκε και στο 2ο 3μηνο του 2014, αφού η πτώση του περιορίστηκε στο -0,2% σε ετήσια βάση, από -1,1% σε ετήσια βάση στο 1ο 3μηνο 2014, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Η τράπεζα εκτιμά ότι τα διορθωμένα για την εποχικότητα στοιχεία δείχνουν ότι η ανάκαμψη της οικονομίας ξεκίνησε από το 2ο 3μηνο 2014, με την αύξηση του ΑΕΠ σε 3μηνιαία βάση να είναι για πρώτη φορά θετική.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, ο ρυθμός ανάπτυξης στο 2ο 6μηνο 2014 εκτιμάται πλέον ότι θα κυμανθεί μεταξύ 1,5% και 2%, από -0,6% στο 1ο 6μηνο του έτους.
Η ανάκαμψη της οικονομίας ενισχύεται από ισχυρούς παράγοντες όπως είναι η εντυπωσιακή αύξηση του εξωτερικού τουρισμού το 2014 για 2ο συνεχόμενο έτος, η θετική πορεία των εισπράξεων από τη ναυτιλία το 2014, η αξιοσημείωτη βελτίωση του οικονομικού και του επενδυτικού κλίματος στη και για τη χώρα και η σταθεροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης – με επιταχυνόμενη επαν-εισροή και των ιδιωτικών καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, η εντυπωσιακή πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής και η εκ βάθρων αναδιάρθρωση και πλήρης κάλυψη των αναγκών των τραπεζών σε ίδια κεφάλαια που ενισχύουν περαιτέρω το οικονομικό και το επενδυτικό κλίμα, κ.ά.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τράπεζα, η ανάκαμψη της οικονομίας και η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εμποδίζονται καταλυτικά στην τρέχουσα περίοδο από δύο πολύ σημαντικές και κρίσιμες φορολογικές στρεβλώσεις που συμβάλουν ιδιαιτέρως στην περαιτέρω πτώση της δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων από τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα στα οποία ήδη λειτουργεί αυτή η αγορά. Ως εκ τούτου οι στρεβλώσεις αυτές οδηγούν στην αφαίρεση σημαντικών ποσοστιαίων μονάδων από την μεταβολή του ΑΕΠ. Ακόμη χειρότερο, όμως, σύμφωνα με την Alpha Bank, είναι ότι καθηλώνουν την ανεργία στα ήδη πολύ υψηλά, για ευρωπαϊκή χώρα, επίπεδα.
Αυτές οι στρεβλώσεις προκύπτουν αφενός από την επιβολή από το 2014 του φόρου ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) στην ακίνητη περιουσία άνω των €300 χιλ. ταυτόχρονα με τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και, αφετέρου, από την επιβολή της φορολογίας επί των ακινήτων με βάση αντικειμενικές αξίες που στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνουν σήμερα κατά πολύ τις πραγματικές αξίες αυτών των ακινήτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο από την νέα τεράστια πτώση των επενδύσεων σε ακίνητα (που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις φορολογικές στρεβλώσεις που προαναφέρθηκαν), εκτιμάται αφαιρέθηκαν από τη μεταβολή του ΑΕΠ σε ετήσια βάση -1,26 ποσοστιαίες μονάδες στο 1ο 3μηνο 2014 και περί τις -0,8 π.μ. στο 2ο 3μηνο 2014. Αν δηλαδή είχε σταματήσει έγκαιρα η παράλογη πτώση της αγοράς ακινήτων, με την από καιρό αναμενόμενη εκλογίκευση της υπέρμετρα υψηλής έως το 2013 φορολογίας επί των ακινήτων, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα ήταν γεγονός ήδη από το 1ο 3μηνο 2014 με εξαιρετικά ευνοϊκές επιπτώσεις στην αύξηση της απασχόλησης και επίσης στην αύξηση των φορολογικών εσόδων της χώρας.
Είναι κατανοητό, σημειώνει η Alpha Bank, ότι τα όποια έσοδα ενδεχομένως έχουν βεβαιωθεί για το 2014 από τον ΦΑΠ σε μικρό ποσοστό μπορεί να εισπραχθούν, μετά από την περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων στην ελληνική οικονομία και την ταυτόχρονη υπερ-φορολόγηση επί πέντε συνεχόμενα έτη. Αντίθετα, ενδέχεται να συμβάλουν αναπόφευκτα και στην απώλεια εσόδων και από άλλους φόρους ακόμη και από τον ίδιο τον ΕΝΦΙΑ. Οι προοπτικές αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς από το ακόλουθο παράδειγμα:
Από ένα οικόπεδο 2 στρεμμάτων μεγάλης αντικειμενικής αξίας, στο οποίο έως το 2013 δεν επιβαλλόταν καν φόρος ακινήτων, θα μπορούσε πράγματι να εισπραχθεί σχετικά ανώδυνα ο ΕΝΦΙΑ που προσδιορίστηκε στις €5,2 χιλ. Είναι, ωστόσο, πραγματικά εκτός λογικής να υποθέσει κανείς ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του οικοπέδου θα πληρώνει από εδώ και πέρα όχι μόνο τις €5,2 χιλ. ετησίως που του προκύπτουν από τον ΕΝΦΙΑ αλλά και επιπλέον € 28 χιλ. ετησίως που προκύπτουν από τον ΦΑΠ.
Οι φόροι αυτοί δεν είναι δυνατό να πληρωθούν διότι τα εισοδήματα του ιδιοκτήτη, από όπου και αν προέρχονταν πριν από την κρίση, έχουν τώρα διαβρωθεί καταλυτικά μετά από την κρίση. Επιπλέον, ενώ η ανωτέρω φορολογική επιβάρυνση βασίζεται στην υπόθεση ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου διαμορφώνεται περί τα €2,8 εκατ., η τιμή στην οποία θα μπορούσε να πουληθεί το ανωτέρω οικόπεδο χωρίς την ετήσια επιβάρυνσή του από τον ΦΑΠ πιθανότατα δεν υπερέβαινε τα €1,5 εκατ., ενώ μετά την ανωτέρω εξωπραγματική φορολογική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη μέσω του ΦΑΠ η τιμή πώλησής του φυσιολογικά δεν θα υπερβαίνει σήμερα τις €500 χιλ.. Διότι ποιος λογικός επενδυτής θα αγόραζε ένα οικόπεδο (χωρίς απόδοση) που θα του στοίχιζε μόνο για τον ΦΑΠ και τον ΕΝΦΙΑ €332 χιλ. στα επόμενα 10 χρόνια;
Φόροι τέτοιου είδους ως είναι φυσικό, αντιστρατεύονται την πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση για προσέλκυση επενδύσεων σε κατοικία στην Ελλάδα από υπηκόους τρίτων χωρών, μέσω παροχής κινήτρων όπως άδεια παραμονής για επενδύσεις άνω των €250 χιλ. Είναι εμφανές από τα ανωτέρω ότι η κυριότερη επίπτωση από την επιβολή του ΦΑΠ επιπλέον του ΕΝΦΙΑ στις σημερινές αντικειμενικές αξίες είναι ο μηδενισμός των συναλλαγών και των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων που ήδη καταγράφεται από τα στοιχεία.
Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δεν πρόκειται να το πουλήσει κάτω από το 1/4 της πραγματικής του αξίας, ενώ ο ενδεχόμενος αγοραστής του ακινήτου δεν πρόκειται να δώσει περισσότερα για την αγορά του με την ταυτόχρονη ανάληψη μιας εξωπραγματικής φορολογικής υποχρέωσης. Αυτός είναι ο λόγος του πραγματικού καταποντισμού της αγοράς ακινήτων που προαναφέρθηκε. Έχουμε σήμερα αποκαταστήσει όλες τις προοπτικές για την ανάκαμψη της οικονομίας μας και για την έξοδο από την κρίση και απειλούμε την προοπτική αυτής της ανάκαμψης με ένα φορολογικό μέτρο, τον συμπληρωματικό φόρο ή ΦΑΠ, που στην πραγματικότητα συμβάλλει στη μείωση των φορολογικών εσόδων αντί για την επιδιωκόμενη αύξησή τους.
ΤέλοςΘα πρέπει εδώ να σημειωθεί, καταλήγει η Alpha Bank ότι η προτεινόμενη δήθεν ελάφρυνση του φορολογικού βάρους με την επιμήκυνση της περιόδου πληρωμής του φόρου αποφέρει αντίθετα αποτελέσματα καθώς το μόνο που εξασφαλίζει είναι ότι η φορολογική υποχρέωση το 2015 θα είναι πολύ μεγαλύτερη.