Οι διαρκείς συσκέψεις στα Yπουργεία και τα σχέδια διαχείρισης της κρίσης από μια ενδεχόμενη «ενεργειακή απειλή»
Ώρες αγωνίας ζει η κυβέρνηση καθώς –έστω και αργά- δείχνει να συνειδητοποιεί το κόστος για την χώρα μας από τις διογκούμενες συνέπειες της ρήξης στις σχέσεις Μόσχας – Δύσης.
Τα υπουργικά επιτελεία –κυρίως των ΥΠΕΞ, ΥΠΟΙΚ, ΥΠΕΚΑ και Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης- που έχουν επιφορτιστεί από το Μαξίμου να συγκροτήσουν «σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης», νιώθουν να «λούζονται με κρύο ιδρώτα», αν και εν μέσω θερινού καύσωνα, καθώς ο «λογαριασμός» του ρωσικού εμπάργκο αποδεικνύεται δυσανάλογα βαρύς για την ελληνική οικονομία, αλλά και εξωτερική πολιτική.
Ήδη τα «καμπανάκια» των διεθνών οίκων και ΜΜΕ (Bloomberg κ.α.) ηχούν προβλέποντας –εξαιτίας του εμπάργκο- παράταση της ύφεσης και απομακρύνοντας το όραμα της εξόδου από το «τούνελ» της κρίσης που ευαγγελίζεται η κυβερνητική ηγεσία.
Το ένα ζήτημα είναι η άμεση ζημιά για τα αγροτικά προϊόντα, όπου καλλιεργείται η αισιοδοξία ότι θα υπάρξει έστω και μερική αποζημίωση από πλευράς Ε.Ε. Τα δυσκολότερα όμως μέτωπα είναι μπροστά…Η προχθεσινή επιστολή του ΥΠΕΚΑ Γ. Μανιάτη προς τον Επίτροπο Ενέργειας Γκ. Έτινγκερ για τη δημιουργία «συντονιστικού μηχανισμού LNG έκτακτης ανάγκης» αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, όπως αναφέρουν ενημερωμένες πηγές, καθώς η «ενεργειακή απειλή» είναι η πρώτη στην ατζέντα, με άμεση επίπτωση στην παραγωγική αλυσίδα.
Ήδη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, η πιθανολογούμενη αύξηση των τιμών των ρωσικών ενεργειακών πρώτων υλών, ακόμη και η διασάλευση της ομαλής τροφοδοσίας απειλεί να τινάξει στον αέρα όλες τις κυβερνητικές προσπάθειες για μείωση του υπέρογκου ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς, αλλά και την οικιακή κατανάλωση.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων αποθήκευσης αερίου της Ρεβυθούσας.
Ξανά στον πάγο
Πέραν αυτών, ο απόλυτος συντονισμός της ελληνικής κυβέρνησης με τη γραμμή των ΗΠΑ-ΕΕ, φέρνει την «επαναψύχρανση» των σχέσεων Αθήνας – Μόσχας, με σοβαρές επιπτώσεις σε μια σειρά από ζωτικούς για τη χώρα τομείς (αποκρατικοποιήσεις, τουρισμός κ.λπ.), ενώ θέτει στο περιθώριο την όποια δυνατότητα της Ελλάδας να αποκτήσει οφέλη, αξιοποιώντας τη στρατηγική θέση της, την ώρα που «ξαναγράφεται» ο γεωπολιτικός και ενεργειακός χάρτης σε επίπεδο ζωνών επιρροής.
Χαρακτηριστικά είναι τα ρωσικά σενάρια περί “plan b” όσον αφορά την εναλλακτική λύση όδευσης του αγωγού South Stream, μέσω Τουρκίας – Ελλάδας (παράλληλα δηλαδή με τον ΤΑΡ), αντί μέσω Βουλγαρίας, Σερβίας και Ουγγαρίας.
Αν και υπό διαφορετικές συνθήκες η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε «ενεργειακό σταυροδρόμι», εκμεταλλευόμενη τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, όπως κάνει η Τουρκία, τώρα περιορίζεται σε ρόλο θεατή, φιλοδοξώντας απλά να περιορίσει τη ζημιά που είναι βέβαιο ότι θα υποστεί.
Η απουσία χάραξης και έκφρασης μιας δυναμικής αυτόνομης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να διασαλεύονται τα όρια που τίθενται από τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε., σε μια στιγμή που ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής φλέγεται (Γάζα, Ιράκ, Λιβύη κ.α.), αντιμετωπίζεται από έμπειρους διπλωματικούς και πολιτικούς αναλυτές ως «χαμένη ευκαιρία» καθώς η Ελλάδα, λόγω των παραδοσιακά φιλικών σχέσεων με Ρωσία, Άραβες, Ισραήλ κ.α. θα μπορούσε να διεκδικήσει παρεμβατικό-μεσολαβητικό ρόλο, με άμεσα και μεσοπρόθεσμα οφέλη.
Αντ’ αυτών όμως η επίσημη ελληνική στάση στο μόνο για το οποίο διακρίθηκε ήταν για την «αφωνία» της, ακόμη και στην έκτακτη σύνοδο των ΥΠΕΞ της Ε.Ε. ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Το φιάσκο
Ως εκ τούτου ήταν απόλυτα αναμενόμενο το φιάσκο όσον αφορά τη φιλοδοξία του ΥΠΕΞ για εξαίρεση ή διαφορετική αντιμετώπιση των ελληνικών προϊόντων από πλευράς Μόσχας μετά την «πυροδότηση» του εμπάργκο.
Αυτή η γραμμή, που καλλιεργούσαν συστηματικά ανώτατοι παράγοντες του υπουργείου, οι οποίοι ήταν καθησυχαστικοί στις πρώτες συσκέψεις με τους εκπροσώπους των θιγόμενων φορέων, έπεσε στο κενό, καθώς, παρά την ενεργοποίηση της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα, δεν βρέθηκαν «ευήκοα ώτα» στο Κρεμλίνο.
Κάτι στο οποίο συνέτεινε και το μεγάλο «φάουλ» της απαγόρευσης της επίσκεψης της –τρίτης στη ρωσική ιεραρχία και γνωστής για τις φιλελληνικές θέσεις της – προέδρου της Άνω Δούμας Βαλεντίνας Ματβιένκο στην Ελλάδα.
Μετά την απουσία έστω και λεκτικής διαφοροποίησης της Αθήνας για τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας η άποψη που κυριάρχησε στο επιτελείο του Πούτιν ήταν ότι «έπεσαν οι μάσκες». Έτσι τώρα η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να προχωρήσει με ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί, με τρεις άμεσους στόχους.
Πρώτα να θωρακίσει ενεργειακά τη χώρα ενόψει ενός –από όλες τις απόψεις- δύσκολου χειμώνα.
Δεύτερο, να διασφαλίσει την αποζημίωση των Ελλήνων αγροτών, αν και η μεγάλη ζημιά σε μια σειρά παραγωγικούς τομείς (ιχθυοκαλλιέργειες, γουνοπαραγωγή κ.ά.) με την απώλεια μιας μεγάλης αγοράς δεν μπορεί να καλυφθεί.
Τρίτο, την ώρα που εναγωνίως αναζητεί ξένες επενδύσεις για τις αποκρατικοποιήσεις και όχι μόνο, να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα για τα ρωσικά κεφάλαια. Ζητούμενο αποτελεί πλέον η στάση που θα τηρήσουν οι Ρώσοι της RZD στην υπόθεση των αποκρατικοποιήσεων σε ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ΟΛΘ.
Οι πληροφορίες λένε πως ναι μεν η Μόσχα θέλει να αξιοποιήσει την γεωστρατηγική θέση της χώρας μας ως κόμβο θαλάσσιων, σιδηροδρομικών και οδικών μεταφορών, όμως, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ο ρωσικός όμιλος «αποσυρθεί» αν τυχόν επιδεινωθούν περαιτέρω οι σχέσεις Κρεμλίνου και Ε.Ε.
Οι ενεργειακοί δεσμοί της Ευρώπης με τη Μόσχα – Στο 30% η εξάρτηση της Ελλάδας για φυσικό αέριο – πετρέλαιο
Οι Ρώσοι γνωρίζουν καλά πως το ενεργειακό ζήτημα είναι εκείνο που «πονά» περισσότερο την Ευρώπη, καθώς η τελευταία είναι ο βασικός πελάτης της. Ωστόσο, όπως παρατηρούν αναλυτές, αν τραβούσε την «σκανδάλη» στην ουσία θα αυτοκτονούσε και η ίδια, καθώς το 50% των εσόδων της ρωσικής οικονομίας προέρχεται από τις εξαγωγές ενέργειας.
Κανείς όμως, δεν μπορεί να είναι σίγουρος μέχρι σε ποιο σημείο είναι διατεθειμένη να τραβήξει το σκοινί η Ρωσία, όσο κλιμακώνεται η ρήξη στις σχέσεις της με την Δύση.
Ήδη εξάλλου είναι ορατός ο κίνδυνος διακοπής της ομαλής ροής φυσικού αερίου σε περίπτωση που υπάρξει πρόβλημα τροφοδοσίας στην Ουκρανία η οποία μπορεί να τραβήξει ποσότητες αερίου από εκείνες που κανονικά προορίζονται για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργώντας ελλείψεις σε αυτές, όπως έχει προειδοποιήσει και ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ενεργειακής Ασφάλειας της Ρωσίας, Κονσταντίν Σιμόνοφ.
Όλα αυτά όμως αναδεικνύουν και πάλι το θέμα της αποκλειστικής σχεδόν ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία. Συνολικά στις αγορές της Ε.Ε. εξάγεται το 84% της παραγωγής πετρελαίου και το 75% της παραγωγής αερίου.
Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα για τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία, η Ελλάδα ως προς το συνολικό μερίδιο κατανάλωσης αερίου το 2012 βρίσκεται στο ποσοστό των χωρών με πάνω από 50%, ενώ ως προς τις εισαγωγές άλλων προϊόντων στο 5%-10%.
Η χώρα μας εισάγει το 99% των ποσοτήτων αργού και άλλων προϊόντων για την κάλυψη των αναγκών της, με το ποσοστό από τη Μόσχα να έχει εκτοξευτεί στο 70% πέρυσι λόγω του ευρωπαϊκού εμπάργκο στο Ιράν και του εκμηδενισμού των εισαγωγών από τη Λιβύη, όταν έναν χρόνο νωρίτερα κυμαινόταν στο 50%.
Το ίδιο ποσοστό εξάρτησης, 70% υπάρχει και για το φυσικό αέριο, καθώς η ΔΕΠΑ πέρυσι προμηθεύτηκε από την Gazprom 2,6 δις. κ.μ. (από τα συνολικά 3,7 δισ. κ.μ. που εισήγαγε), ενώ τα υπόλοιπα προήλθαν από την τουρκική Botas με το συμβόλαιο να προβλέπει παράδοση έως 0,7 δισ. κ.μ. το χρόνο ως το 2021 και την αλγερινή Sonatrach.
Έτσι, το ενδεχόμενο οι τιμές να εκτιναχθούν στα ύψη, αλλά και να υπάρξουν προσκόμματα στην ομαλή τροφοδότηση είναι ένα ανοιχτό ενδεχόμενο αν η κατάσταση δεν εξομαλυνθεί με ό, τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις ήδη επιβαρυμένες βιομηχανίες, τα νοικοκυριά και την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Αλυσιδωτές επιπτώσεις για τουρισμό και ακίνητα – Ακυρώνουν συμβόλαια αγοράς εξοχικών
Στον… αέρα κινδυνεύουν να τιναχθούν και οι προβλέψεις των τουριστικών φορέων, οι οποίοι μέχρι πρότινος υποδέχονταν με διθυράμβους τα… ρούβλια στην Ελλάδα, βλέποντας στην ρωσική «αρκούδα» μια νέα πηγή εσόδων.
Μέχρι πέρυσι οι Ρώσοι τουρίστες αποτελούσαν κεντρικό στυλοβάτη της «εθνικής βιομηχανίας», αφενός λόγω του αυξανόμενου αριθμού τους κατά 30% ετησίως τα τελευταία χρόνια και αφετέρου καθώς είναι οι δεύτεροι μετά τους Αμερικάνους σε επίπεδο μέσης δαπάνης ανά τουρίστα (991 ευρώ).
Έτσι το 2013 υπήρξε αύξηση κατά 54,7% σε σχέση με το 2012 των αφίξεων, φτάνοντας τα 1,35 εκατ., (από μόλις 275.000 το 2009) Σήμερα, όμως, η ρωσική αγορά χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας και η Ελλάδα δεν γνωρίζει τις «πιένες» των προηγούμενων ετών.
Για φέτος προβλεπόταν πως οι αφίξεις θα ξεπερνούσαν το περσινό ρεκόρ του 1.300.000.
Όμως, μετά τα τελευταία ρωσικά κανόνια των tour ope-rators και την πτώση του ρουβλίου έναντι του ευρώ, οι προβλέψεις του ΣΕΤΕ περιορίστηκαν στα 1.100.000 Ρώσους τουρίστες (-15%) και ήδη μετά τα τελευταία γεγονότα αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι προσπαθούν με ελκυστικά πακέτα να προσεγγίσουν τουρίστες από άλλες αγορές, ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο ακόμη και για αρνητικό πρόσημο στο ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2014 λόγω των απωλειών σε τουρισμό-αγροτικό τομέα.
Αλυσιδωτές επιπτώσεις δημιουργούνται και στην αγορά ακινήτων της Β. Ελλάδας, η οποία τις προηγούμενες χρονιές αντλούσε ένα σημαντικό τμήμα πελατών από τη ρωσική αγορά.
Πλέον όμως, το αρχικά έντονο ενδιαφέρον για την απόκτηση παραθεριστικών κατοικιών στην Ελλάδα έχει ατονήσει σημαντικά, με τους κτηματομεσίτες να κάνουν λόγο πτώση που μπορεί να φτάνει και το 25%.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, αν και είχαν καταβληθεί προκαταβολές για την αγορά, συμβόλαια τελικά δεν υπογράφηκαν, ακυρώνοντας τα σχέδιά τους για την απόκτηση κατοικίας στην χώρα μας.
Και τα γουναράδικα όμως, της Β. Ελλάδας βλέπουν την «γούνα» τους να… καίγεται, καθώς αφενός η ρωσική αγορά απορροφά το 23% των συνολικών εξαγωγών, αφετέρου λόγω της μείωσης των Ρώσων τουριστών, αλλά και της προτίμησης που δείχνουν πλέον στην χώρα μας οι μικρομεσαίοι, οι οποίοι έχουν περιορισμένο budget διακοπών, με αποτέλεσμα να έχουν πέσει οι τζίροι των καταστημάτων, ενώ εκπρόσωποί τους μιλούν για «ταφόπλακα» του κλάδου αν δεν αρθεί το ρωσικό εμπάργκο.
«Πλασάρονται» Τουρκία και χώρες της Λατινικής Αμερικής – Πλήγμα για αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα
Το ρώσικο εμπάργκο τορπιλίζει την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία σύμφωνα με αναλυτές της Deutsche Bank θα κινηθεί σε υφεσιακούς ρυθμούς -0,3% και για το 2014 μετά το «απαγορευτικό» της Μόσχας.
Το πλήγμα αναμένεται να είναι σημαντικό για μια σειρά κλάδων της ελληνικής οικονομίας, ενώ δυναμιτίζεται η προοπτική για τις ρωσικές επενδύσεις στην χώρα μας.
Δεν είναι μόνο ο αγροτικός κόσμος που πλήττεται με τις απώλειες να εκτιμώνται πάνω από 50 εκατ. ευρώ, ενώ η κυβέρνηση να πονοκεφαλιάζει με τις αποζημιώσεις για το ύψος των οποίων θα αποφασίσουν οι Βρυξέλλες στις 5 Σεπτεμβρίου.
Είναι το σύνολο των εξαγωγών τροφίμων, το εμπόριο γούνας και άλλων προϊόντων προς την Ρωσία (η συνολική ετήσια αξία των οποίων ανήλθε πέρυσι στα 406 εκατ. ευρώ) που πλήττονται και ήδη κερδισμένες φαίνεται να βγαίνουν χώρες όπως η Τουρκία και εκείνες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή) που θέλουν να επωφεληθούν από το κενό που αφήνουν η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελληνικές εταιρίες ιχθυοκαλλιέργειας, που έχουν βουλιάξει λόγω κρίσης, είχαν μερίδιο 12,5% της ρωσικής αγοράς και τώρα με το εμπάργκο ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τις ανταγωνίστριες από την Τουρκία.