Ο «χρυσός κανόνας» του Σόιμπλε για την Ευρώπη
Για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια, η Γερμανία μηδενίζει τον καθαρό νέο δανεισμό της χώρας, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επισημαίνει πως αυτός θα είναι πλέον ο νέος κανόνας για τη χάραξη των προϋπολογισμών.
Ο Γερμανός αξιωματούχος δήλωσε μάλιστα πως το παράδειγμα της πατρίδας του «αποδεικνύει ότι η πολιτική της σταθερότητας είναι η καλύτερη βάση για την ανάπτυξη. Ο,τιδήποτε άλλο θα οδηγήσει σε κρίση εμπιστοσύνης και αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται η Ευρώπη υπό τις παρούσες συνθήκες».
Ο κ. Σόιμπλε τόνισε πως η Γερμανία εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της βάσει του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης παρουσιάζοντας ισοσκελισμένο προϋπολογισμό από το 2015.
Σημείωσε επίσης ότι το χαμηλό ποσοστό της ανεργίας και η σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας, εκτόξευσαν τα έσοδα από φορολογία σε επίπεδα ρεκόρ. Τα χαμηλά επιτόκια, παράλληλα, μειώνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας.
Η γερμανική κυβέρνηση εκτιμά κατά συνέπεια ότι μπορεί να χρηματοδοτήσει δημόσιες δαπάνες ύψους 300 δισ. ευρώ τον επόμενο χρόνο, χωρίς να προχωρήσει σε έκδοση νέων ομολόγων. Σημειώνεται πως είναι η πρώτη χρονιά που συμβαίνει κάτι τέτοιο από το 1969.
Σε ό,τι αφορά το μείζον θέμα της αύξησης των επενδύσεων -θέμα στο οποίο αναφέρθηκε και η Κριστίν Λαγκάρντ, μόλις μία ημέρα νωρίτερα, ζητώντας από το Βερολίνο να συνδράμει- ο κ. Σόιμπλε δήλωσε: “Η κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι πιο αποτελεσματική από τις δημόσιες δαπάνες”.
Τόνισε, πως η κυβέρνησή του εργάζεται για τη δημιουργία καλύτερων επενδυτικών ευκαιριών, ώστε να τοποθετηθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες σε έργα υποδομών. Δήλωσε επίσης ότι το Σαββατοκύριακο θα παρουσιάσει κοινές προτάσεις με το Γάλλο ομόλογό του ως προς την αύξηση των επενδύσεων στην ευρωζώνη.
Στάθηκε όμως, και στο θέμα των μεταρρυθμίσεων. “Είναι σημαντικό για την σταθερότητα του ευρώ, όλες οι χώρες της ΕΕ να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις και να μην ανακοινώνουν απλώς σχέδια” δήλωσε και συμπλήρωσε:
«Η πιστωτική κρίση σε ορισμένες χώρες δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με περισσότερη ρευστότητα, χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η ΕΚΤ κάνει ότι μπορεί αλλά τα εργαλεία της έχουν εξαντληθεί».