Υπέρ της Ενεργειακή Ένωσης των Ευρωπαίων ο Έτινγκερ
Η πολύμηνη και αιματηρή διένεξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ανέδειξε -μεταξύ άλλων- και την ανάγκη για «ενεργειακή ένωση» των χωρών – μελών της Γηραιάς Ηπείρου, προκειμένου να μην ξεπαγιάσουν εκατομμύρια πολιτών.
Διότι ο φόβος διακοπής, εκ μέρους της Ρωσίας, της τροφοδοσίας με φυσικό αέριο (κάτι που αναμένεται να το πράξει λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, εάν οι εξελίξεις κριθούν από το Κρεμλίνο ότι βλάπτουν τα ρωσικά συμφέροντα), αναγκάζει τους Ευρωπαίους να σκεφτούν σοβαρά πλέον την προοπτική να λειτουργήσει η ΕΕ ως διαμεσολαβητής στις συνομιλίες για το φυσικό αέριο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ενόψει και της σημερινής διαβούλευσης που θα λάβει χώρα στο Βερολίνο.
Κάτι παραπάνω από απλή Ένωση
Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γκίντερ Έντιγκερ, η ιδέα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενέργειας, την οποία υποστηρίζουν πλέον πολλές κυβερνήσεις και εμπειρογνώμονες, είναι κάτι περισσότερο από μια απλή διαμεσολάβηση. Υπερβαίνει την ασφάλεια και τον τυπικό συντονισμό, είναι μια νέα νοοτροπία, απαιτεί αποτίναξη ορισμένων παλαιών συνηθειών και συνεργασία με νέο πνεύμα για να αντιμετωπιστούν όλοι οι προβληματισμοί που σχετίζονται με την ενέργεια, είτε αφορούν το κλίμα είτε την ανταγωνιστικότητα ή την απασχόληση.
«Κατ’ αρχάς αφορά στην αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη σε άλλα κράτη – μέλη. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να θεσπίσουν κοινές διαδικασίες προγραμματισμού για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και να διασφαλίσουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν συλλογικά μια κρίση.
Κατά δεύτερον, αφορά στον ουσιαστικό συντονισμό. Κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να επιλέξει ποια πηγή ενέργειας θα εκμεταλλευτεί ή όχι, κάτι που είναι φυσικό. Αλλά μια Ενεργειακή Ενωση συνεπάγεται ότι καμία κυβέρνηση δεν θα υποβάλει στο εθνικό της Κοινοβούλιο προς έγκριση νομοθεσία που θα αλλάζει ριζικά το ενεργειακό της σύστημα, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους εταίρους της σχετικά με τις επιπτώσεις που θα είχε για τα συστήματά τους και χωρίς την επακόλουθη συμμετοχή τους στην υλοποίηση. Ο συντονισμός αυτός θα συμβάλει στην αποφυγή διαταραχών και τη βελτίωση της ασφάλειας.
Τρίτον, αφορά σε κοινές επενδύσεις. Οι κυβερνήσεις πρέπει να συντονίζουν πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα τα οικεία προγράμματα επενδύσεων και τους αντίστοιχους όρους, ώστε να παρέχουν στους επενδυτές συνοχή και ασφάλεια. Ο λόγος είναι απλός: σε ένα ενεργειακό σύστημα που λειτουργεί εύρυθμα, πρωταρχική σημασία έχει μια εξελιγμένη, ασφαλής και ανθεκτική υποδομή που να καλύπτει ολόκληρη την ήπειρο.
Τέταρτον, αφορά στην ανάπτυξη μιας πραγματικής ενεργειακής Αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα σταματήσουν να εμποδίζουν την αγορά μέσω τεχνητών μέτρων που στοχεύουν στην προστασία των εθνικών τους αγορών ή εταιρειών. Και αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργήσουν τις βέλτιστες συνθήκες για επενδύσεις με παράλληλη προστασία των ευάλωτων καταναλωτών.
Πέμπτον, πρέπει να μιλούμε με μία φωνή. Οι διαπραγματεύσεις των μεγάλων ενεργειακών συμφωνιών με τις γειτονικές χώρες θα πρέπει να γίνονται από κοινού – όπως κάνουμε για πολλά χρόνια τώρα στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει λόγος η ενέργεια να αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Αντιθέτως, είναι σημαντικότερη. Η ατυχής επίδειξη των διαιρέσεων των κρατών-μελών στο πλαίσιο του έργου Southstream αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Είναι σκόπιμο να συζητήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να καταλήξουμε σε συναντίληψη και την ανάθεση εντολής στην Επιτροπή για να διαπραγματευθεί εξ ονόματος ολόκληρης της Ε.Ε. Οτιδήποτε λιγότερο οδηγεί σε μη βέλτιστα αποτελέσματα.
Για τον σκοπό αυτόν δεν απαιτείται αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών, η τροποποίηση μερικών μόνο πράξεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αρκεί. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, ας στρωθούμε στη δουλειά».