Σε άρθρο του στην Lifo, o καθηγητής Γιάννης Βαρουφάκης εκθέτει τις απόψεις του σχετικά με την σωστή φορολόγηση, τα προβλήματα που προκύπτουν, τις αποδόσεις του κεφαλαίου και την συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα που αποδομεί την κοινωνία μας.
Αναλυτικά το άρθρο
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, με μια τέτοια θυμωμένη άποψη, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζω Αμερικανό, για παράδειγμα, που να αποδέχεται την ιδέα ότι εκείνος πληρώνει φόρο εισοδήματος έως και 40% την ώρα που η Google ή η Facebook, εκμεταλλευόμενες σκανδαλώδεις συμφωνίες ανάμεσα σε κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και διάφορων νησιών της Καραϊβικής, πληρώνουν περίπου 1% επί των κερδών τους.
Από το 1970, παγκοσμίως, η εργασία λαμβάνει όλο και μικρότερο ποσοστό του συνολικού εισοδήματος, αλλά πληρώνει όλο και μεγαλύτερο μέρος της συνολικής φορολογίας. Ο θρίαμβος της ανισότητας οφείλεται σε αυτήν τη διαδικασία συνεχούς αναδιανομής από εκείνους που ζουν από μισθωτή εργασία προς εκείνους που κάποτε ονομάζαμε «εισοδηματίες», δηλαδή άτομα που ζουν με εισοδήματα από άλλες, πλην της μισθωτής εργασίας, πηγές. Ποιες πηγές; Λογιών-λογιών: ενοίκια, μερίσματα μετοχών και, βέβαια, αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων, π.χ. μετοχών, παραγώγων, ακινήτων, έργων τέχνης, γραμματοσήμων κ.λπ.
Δεδομένου ότι τα μισθωτά εισοδήματα φορολογούνται πιο εύκολα (στην «πηγή») από τα υπόλοιπα, το πρόβλημα που προκύπτει δεν είναι μόνο ζήτημα «κοινωνικής δικαιοσύνης» (όπως και να ορίζεται αυτή) αλλά και μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια των δημόσιων εσόδων -με τα κράτη να αναγκάζονται όλο και περισσότερο να συνθλίβουν από τη μία την εργασία και από την άλλη τις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν εργαζομένους (αφήνοντας στο απυρόβλητο επιχειρηματίες με ελάχιστο προσωπικό).
Αυτή η τάση ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανισότητα, μειώνει την απασχόληση και στρέφει τους επενδυτές προς επενδύσεις που δεν δημιουργούν νέα μισθωτή εργασία – με αποτέλεσμα το κράτος να πρέπει να ξεζουμίζει ακόμα περισσότερο τους όλο και λιγότερους μισθωτούς.
Μία λύση είναι αυτό που πάντα απαιτούσε η Κεντροαριστερά και που τελευταία έχει γίνει σλόγκαν, ακόμα και κεντροδεξιών φορέων: μεγαλύτερη φορολόγηση του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το βιβλίο του Τομά Πικετί Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα, που έχει γίνει μπεστ-σέλερ παντού, και που προτείνει παγκόσμιο κεφαλαιακό φόρο, έγινε αποδεκτό με θετικά σχόλια ακόμα και από τον κ. Γιούνκερ, τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που, ως γνωστόν, εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.
Δυστυχώς, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με αυτή την ιδέα. Ένα πρόβλημα που εδώ στην Ελλάδα το νιώθει μεγάλη μερίδα πολιτών στο πετσί τους και αφορά τον ορισμό και τη μέτρηση του κεφαλαίου. Πράγματι, αν δεν μπορείς να ορίσεις και να μετρήσεις το κεφάλαιο, πώς μπορείς να το φορολογήσεις; Κάποιοι θα πουν ότι δεν είναι και τόσο μεγάλο το πρόβλημα. Ότι απλώς θέλει πολιτική βούληση – βούληση να μετρηθεί η αξία της περιουσίας των εχόντων και να μπει φόρος σε αυτήν (*).
Είναι όμως έτσι; Η ιδέα της φορολόγησης των περιουσιακών στοιχείων προσκρούει σε δύο εμπόδια. Το πρώτο είναι τεχνικό (και αφορά τη μέτρηση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου), ενώ το δεύτερο είναι δεοντολογικό και οικονομικό. Ας ξεκινήσουμε με τη μέτρηση της περιουσίας και τον προσδιορισμό ενός υποθετικού φόρου σε αυτήν, παίρνοντας ως παράδειγμα μια συλλογή έργων τέχνης.
Ποια είναι η αξία της συλλογής, επί της οποίας ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να καταβάλλει ένα ποσοστό κάθε χρόνο στην εφορία; Είναι εκείνη στην οποία αγοράστηκαν τα έργα; Ή η τρέχουσα; Από τη μία, είναι αθέμιτο να μη λάβουμε υπόψη την αύξηση της αξίας της με τα χρόνια, βασιζόμενοι στις (συνήθως) πολύ χαμηλές τιμές αγοράς των έργων.
Από την άλλη, είναι αδύνατον να εκτιμηθεί αντικειμενικά η σημερινή αξία της συλλογής, αν δεν τεθεί ολόκληρη προς πώληση. Ακόμα και όταν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία έχουν συνεχώς μεταβλητές, και παρατηρήσιμες, τιμές, όπως π.χ. ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών, είναι λογικό να πληρώνει ο ιδιοκτήτης τους περισσότερο φόρο όταν η αξία του χαρτοφυλακίου αυξάνεται, ακόμα κι αν δεν τις πουλάει;
Και αν ναι, αυτό δεν δίνει κίνητρο στους επενδυτές να γίνουν όλοι κερδοσκόποι, δηλαδή να μην κρατούν μετοχές για πάνω από μερικές μέρες (κάτι που ενισχύει την αστάθεια και αποδυναμώνει επιχειρήσεις που κοιτούν μπροστά);
Το δεύτερο πρόβλημα με τη φορολόγηση της περιουσίας, η Ελλάδα της Κρίσης το έχει νιώσει πραγματικά στο πετσί της. Ξέρουμε καλά τι σημαίνει να ζητάς από ιδιοκτήτες με ελάχιστα εισοδήματα να πληρώνουν χαράτσια αναλογικά με μια δήθεν αντικειμενική αξία ακινήτου τους, το οποίο στην πραγματικότητα δεν μπορούν καν να το πουλήσουν. Ακόμα, όμως, και σε χώρες με πιο ήπια κρίση, όπως οι ΗΠΑ ή η Βρετανία, τι κάνουμε με μια οικογένεια που έχει αγοράσει ακριβό σπίτι, αλλά χρωστά το 95% της αξίας του στην τράπεζα; Το φορολογούμε ως «κεφάλαιο»;
Ή, τι κάνουμε στην περίπτωση που μια επιχείρηση κάνει μια μεγάλη, ριψοκίνδυνη επένδυση, π.χ. επενδύοντας τα κέρδη της σε πανάκριβα ρομποτικά συστήματα παραγωγής κινητήρων αυτοκινήτων; Τη φορολογούμε επί της αξίας αυτών των συστημάτων; Θα ήταν καταστροφικό κάτι τέτοιο, καθώς θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο σε κάθε παραγωγική επένδυση.
Προφανώς, η λύση είναι η φορολόγηση των εισοδημάτων που προκύπτουν από τα περιουσιακά στοιχεία, αντί για φόρους ανάλογους με την αγοραία αξία των ίδιων των περιουσιακών στοιχείων. Με άλλα λόγια, να φορολογείται όχι η περιουσία αλλά ο πλούτος που γεννά ετησίως μια περιουσία. Με άλλα λόγια, να φορολογείται όχι η περιουσία γενικά αλλά η… απόδοση του κεφαλαίου. Ποια η διαφορά κεφαλαίου και περιουσίας;
Όλο το κεφάλαιο αποτελεί περιουσία κάποιου, αλλά το αντίθετο δεν συμβαίνει: Υπάρχει μεγάλη περιουσία που δεν αποτελεί κεφάλαιο (π.χ. τα ασημικά της γιαγιάς που, αν και έχουν κάποια «περιουσιακή αξία», δεν παράγουν πλούτο). Άλλο πράγμα, λοιπόν, η φορολόγηση της περιουσίας και άλλο η απόδοση του κεφαλαίου.
Όμως, κι εδώ είναι το μέγα πρόβλημα, το κεφάλαιο είναι σαν τον έρωτα, την ομορφιά ή την πορνογραφία: αν και πραγματικό, υπαρκτό, κινητήριος δύναμη των πάντων στον καπιταλισμό (στην κεφαλαιοκρατία), το κεφάλαιο δεν μετριέται αντικειμενικά, δεν ορίζεται, δεν μπορεί να μπει σε κάποια απλή φόρμουλα της Εφορίας. Το ίδιο και οι αποδόσεις του. Γιατί;
Πάρτε μια γεννήτρια και έναν υπολογιστή που ανήκουν στο ίδιο εργοστάσιο. Πώς υπολογίζεται η συνολική ποσότητα κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν η γεννήτρια και ο υπολογιστής; Πώς μετριέται η συνεισφορά αυτού του συνολικού κεφαλαίου στο προϊόν και στον τζίρο της επιχείρησης σε σχέση με άλλους συντελεστές (π.χ. τους εργαζομένους ή την ηλεκτρική ενέργεια); Δεν μετριέται, είναι η απάντηση, ακόμα και αν γνωρίζουμε όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά της γεννήτριας και του υπολογιστή -ούτε καν θεωρητικά!
Άρα δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε και η οικονομική τους απόδοση. Άρα είναι αδύνατον να φορολογηθεί αντικειμενικά η απόδοση του κεφαλαίου…
Δεν είναι τυχαία η ρήση του πρώτου μελετητή του κεφαλαίου, του Καρόλου Μαρξ, ότι «το κεφάλαιο δεν είναι ένα “πράγμα” αλλά μια σχέση μεταξύ ανθρώπων -μια κοινωνική σχέση, καθιερωμένη από τη λειτουργικότητα των πραγμάτων» (**).
(*) Παρεμπιπτόντως, αυτό προτείνει και ο Πικετί στο βιβλίο του.
(**) Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, κεφ. 33