Συνεχείς συσκέψεις γίνονται το τελευταίο χρονικό διάστημα στο υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όπως σχολιάζουν κορυφαία στελέχη του υπουργείου και όλες οι υπηρεσίες είναι σε εγρήγορση για να αναχαιτίσουν τις κερδοσκοπικές τάσεις που τυχόν εμφανιστούν σε διάφορα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ υπό στενή παρακολούθηση βρίσκεται η αγορά και από τα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Από την πλευρά τους, στελέχη της επιτροπής δηλώνουν ότι υπάρχει ανησυχία καθώς φαίνεται να πυκνώνουν σε ολόκληρους κλάδους οι συζητήσεις για ”συμφωνίες τιμών” ή άλλες δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση οι εταιρίες, αλλά που δεν συνάδουν με τη νομιμότητα σε ένα περιβάλλον λειτουργίας υγιούς ανταγωνισμού.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κ. Μ. Χρυσοχοΐδης συμμετείχε σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο παρουσία του υφυπουργού κ. Ντ. Ρόβλια, του γενικού γραμματέα Εμπορίου κ. Στ. Κομνηνού, του ειδικού γραμματέα της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς κ. Γ. Στεργίου και του προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Δ. Κυριτσάκη κατά την οποία συζητήθηκε η κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά και ζητήθηκε από τον υπουργό η συλλογή στοιχείων σχετικά με τις ενδοομιλικές συναλλαγές και τις τιμές που έχουν τα προϊόντα των πολυεθνικών στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Αρχικά οι έρευνες θα επικεντρωθούν σε περίπου 70 είδη σούπερ μάρκετ (τρόφιμα, καλλυντικά, απορρυπαντικά και άλλα είδη νοικοκυριού) αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών, με έμφαση σε κλάδους όπου τα μερίδια των δύο πρώτων εταιρειών ξεπερνούν το 80%, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από το υπουργείο για τις τιμές σε είδη που προκαλούν αλυσιδωτές αυξήσεις στην αγορά όπως είναι τα υγρά καύσιμα, η ζάχαρη και τα άλευρα.
Να σημειωθεί ότι αυτό το διάστημα η διεθνής τιμή της ζάχαρης διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας, ενώ η διεθνής τιμή των αλεύρων ισορροπεί λίγο χαμηλότερα από την τιμή που το 2008 είχε οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών των τροφίμων.
Σε ότι αφορά στα υγρά καύσιμα, η διαμόρφωση των τιμών βάση της συγκυρίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς από τις έρευνες του υπουργείου διαπιστώνεται ότι μπορεί να έχει απορροφηθεί από την αγορά όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της αύξησης που αφορά στις βενζίνες αλλά οι τελευταίες μέρες με τα χιόνια και το τσουχτερό κρύο έφεραν την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης να διαμορφώνεται ακριβότερα από το αναμενόμενο.
Στο μεταξύ θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις πρόσφατες συσκέψεις του υπουργείου έγινε αναφορά στα αποτελέσματα έρευνας που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2010 από τις υπηρεσίες του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας από όπου προέκυψε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των σημαντικότερων αγορών της χώρας ηγούνται δύο με τρεις μεγάλοι παίκτες και στο λιανεμπόριο η συγκέντρωση των μεριδίων αγοράς σε κάποιους κλάδους φθάνει στο 70% – 80%.
”Ο ανταγωνισμός όμως αυτού του τύπου δεν είναι ελληνικό προνόμιο”, γιατί όπως σχολιάζει ο κ. Στεργίου ”η διεθνής πρακτική δείχνει αυξημένο βαθμό συγκέντρωσης σε πολλές αγορές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Αντίθετα μάλιστα ο πόλεμος τιμών ακόμα και ανάμεσα σε εταιρείες ανταγωνιστικές του ιδίου ομίλου είναι εξοντωτικός. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το βαθμό συγκέντρωσης αλλά με τον τρόπο που λειτουργεί ο ανταγωνισμός σε κάθε χώρα”.
Ο υπουργός έχει ζητήσει να εντατικοποιήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί την παρουσία τους στην αγορά για να αποφεύγονται προσπάθειες εξαπάτησης του καταναλωτή είτε σε θέματα ποιότητας είτε σε θέματα τιμής. Σε ότι αφορά στη διαμόρφωση των τιμών, ο ίδιος ο υπουργός ο κ. Χρυσοχοΐδης σχολίασε προ ημερών ότι, μόλις πρόσφατα, απετράπη από τις υπηρεσίες του υπουργείου η αύξηση που ζήτησαν οι επιχειρήσεις αλεύρων, ωστόσο όμως το υπουργείο μπορεί να εκτιμά ότι έκαναν πίσω στο αίτημά τους οι αλευροβιομήχανοι αλλά όπως δηλώνουν χονδρέμποροι ”οι αυξήσεις τιμών δεν γίνεται να σταματήσουν και ήδη περνάνε στην αγορά”.
Η πτώση του τζίρου συγκρατεί τις αυξήσεις
Παράλληλα, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουν οι υπηρεσίες του υπουργείου από τις βιομηχανίες τροφίμων για τους τιμοκαταλόγους που σκοπεύουν να αλλάξουν μέσα στον Μάρτιο προκύπτει ότι αν και οι αυξήσεις στις πρώτες ύλες επηρεάζουν το κόστος των προϊόντων εν τούτοις ο φόβος των εταιρειών να χάσουν μερίδια αγοράς κρατάει συγκρατημένη την τιμολογιακή πολιτική τους.
Υπενθυμίζεται ότι από την αρχή του χρόνου μέχρι και σήμερα αρκετές είναι οι εταιρείες που ενημερώνουν το υπουργείο ότι προχωρούν σε μειώσεις τιμών που έχουν φτάσει μέχρι και 14% ενώ και επιχειρήσεις μαζικής εστίασης και ταχυφαγία μειώνουν τιμές μέχρι και 62% σύμφωνα με την ενημέρωση του υπουργείου. Οι μειώσεις τιμών αφορούν μεταξύ άλλων σε αλλαντικά, απορρυπαντικά – καθαριστικά, εμφιαλωμένα νερά, μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά, χυμούς και είδη προσωπικής υγιεινής.
Από τους πλέον πρόσφατους τιμοκαταλόγους εταιρειών που έχουν φτάσει στο υπουργείο προκύπτει ότι θα περάσουν στην αγορά, μέσα στο Μάρτιο, μειώσεις τιμών σε πλήθος επώνυμων προϊόντων όπως 4,6% σε παγωτά, 8% για χυμούς φρούτων και λαχανικών (η απόφαση αυτή φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών των αναψυκτικών που έχουν πάθει καθίζηση όπως και όλες οι πωλήσεις προϊόντων σούπερ μάρκετ που περιλαμβάνονται στην κατηγορία των ”αυθόρμητων αγορών”. Των προϊόντων δηλαδή που δεν περιλαμβάνονται στη λίστα που φέρνει ο αγοραστής από το σπίτι του αλλά βλέποντας τα προϊόντα στα ράφια τα αγοράζει). Υπάρχει ενημέρωση ακόμη για μείωση μέχρι 15% σε επώνυμα κρασιά και μέχρι 9% σε αλκοολούχα, μέχρι 2% σε ξύδι ενώ μεγάλες μειώσεις γίνονται προϊόντα προσωπικής υγιεινής, και περιποίησης καθώς και είδη για την καθαριότητα του σπιτιού που οι μειώσεις για τις οποίες έχει ενημερωθεί το υπουργείο φτάνουν μέχρι και 30%.
Εκπρόσωποι μεγάλων ελληνικών εταιρειών και πολυεθνικών ομίλων δηλώνουν ότι δεν προχωρούν σε αυξήσεις αν και έχουν ανέβει όλα τα κόστη διότι προσπαθούν να αντισταθμίσουν την άνοδο του κόστους με την αύξηση του τζίρου καθώς η αγορά δεν επιτρέπει ανατιμήσεις. Βέβαια, στάση αναμονής ενδεχομένως μπορούν να τηρήσουν οι μεγάλοι διότι έχουν ”λίπος” να κάψουν. Σε μικρότερου μεγέθους επιχειρηματικές δραστηριότητες που είναι το κυρίως πεδίο ανάπτυξης της ελληνικής επιχειρηματικότητας αναμένεται ”σφαγή” το προσεχές διάστημα.
Συνεπώς, ως προς το θέμα της πορείας του πληθωρισμού η κρίση βοηθάει έτσι ώστε μέχρι τώρα οι αυξήσεις στις οποίες προχωρούν οι εταιρείες σε προϊόντα και υπηρεσίες είτε λόγω αύξησης των μεταφορικών, είτε λόγω αύξησης των πρώτων υλών να είναι πολύ περιορισμένες. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι και οι διεθνείς τιμές των οσπρίων ανεβαίνουν κατακόρυφα.
Αναπόφευκτες κάποιες αυξήσεις λόγω πετρελαίου
Ταυτόχρονα η άνοδος των τιμών του πετρελαίου φαίνεται ότι επιφέρει αυξήσεις σε βιομηχανικά προϊόντα που είναι αδύνατον να τις αποφύγουμε όπως είναι οι αυξήσεις στα ελαστικά των αυτοκινήτων. Οι εταιρείες έχουν ενημερώσει το υπουργείο ότι θα προχωρήσουν άμεσα σε αυξήσεις μέχρι 7% ενώ πληροφορίες της αγοράς αναφέρουν ότι οι υπηρεσίες του υπουργείου όχι μόνο δεν ενέκριναν αύξηση σε μεγάλη εταιρεία ηλεκτρικών ειδών για το σέρβις της αλλά της επέβαλε και πρόστιμο καθώς διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν προβληματικά σημεία στους τιμοκαταλόγους της.
Οι αυξήσεις όμως κρίνονται αναπόφευκτες και για τις βιομηχανίες χρωμάτων που είχαν να κάνουν αύξηση από το 2008. Σε αυτό τον κλάδο λοιπόν οι τιμοκατάλογοι των εταιρειών προβλέπουν αυξήσεις μέχρι 5%. Στα είδη που έχουν σημειωθεί οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών είναι τα είδη προσωπικής περιποίησης υγιεινής και φροντίδας σπιτιού.
Πάντως διευθυντικά στελέχη και παράγοντες του υπουργείου σχολιάζουν ότι η κατάσταση είναι περίπλοκη καθώς οποιαδήποτε παρέμβαση στην αγορά θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική. Η αγορά αυτορυθμίζεται και οι απαγορεύσεις μπορεί να φέρουν αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Δηλαδή μπορεί να έχουμε ανατιμήσεις, από λάθος λόγο, π.χ. λόγω ελλείψεων.
Ενδεχομένως οι δυνατότητες παρέμβασης του υπουργείου φτάνουν μέχρι ένα σημείο σε κλάδους με κερδοφορία που μπορεί, ίσως, να ζητήσεις να βάλουν φρένο στις απαιτήσεις τους, αλλά δεν γίνεται να έχει απαιτήσεις το υπουργείο από ζημιογόνες εταιρείες που έχουν περάσει με ζημιές το 2009 και το 2010 και ορισμένες από αυτές έχουν έρθει σε οριακό σημείο βιωσιμότητας.
Οι εκπρόσωποι των οργανώσεων των καταναλωτών σημειώνουν από την πλευρά τους ότι πρέπει και ο καταναλωτής να κάνει έρευνα αγοράς και να επιβραβεύει αυτούς που πουλάνε φθηνότερα.