Την εκτίμηση ότι δεν θα υπάρξει σημαντική περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού της ευρωπαϊκής περιφέρειας εκφράζει η Credit Suisse με τελευταία έκθεσή της. Ο ελβετικός επενδυτικός οίκος απορρίπτει τα σενάρια για νέα ευρωπαϊκή κρίση και τονίζει ότι οι φόβοι της αγοράς για το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα είναι υπερβολικοί. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, οι πιθανότητες του Grexit είναι μόλις 5%.
Η Credit Suisse χαρακτηρίζει υπερβολική την αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών της περιφέρειας και προβλέπει ότι οι αποδόσεις δεν θα αυξηθούν άλλο, εκτός και εάν η ΕΚΤ δεν προχωρήσει τελικά στη διεύρυνση του ισολογισμού της (πάντως, ο Mario Draghi έχει δεσμευτεί να ρίξει 1 τρισ.ευρώ στην ευρωπαϊκή οικονομία).
Μετά από αυτά, ο οίκος απορρίπτει τους φόβους για μια νέα ευρωπαϊκή κρίση και εξηγεί τις βασικές διαφορές της σημερινής περιόδου με εκείνη του 2011-2012:
– Η ευρωπαϊκή περιφέρεια εμφανίζει πλέον πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών.
-Οι πραγματικές ισοτιμίες έχουν προσαρμοστεί στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα (με την Ελλάδα και την Ιταλία να εμφανίζουν πρωτογενές πλεόνασμα).
– Η ΕΚΤ τηρεί μία σαφώς πιο προληπτική στάση.
Υπό αυτές τις συνθήκες,η Credit Suisse σημειώνει ότι το ρίσκο παραμένει πολιτικό, και κατ΄ επέκταση είναι σημαντικότερο στην Ελλάδα. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι φόβοι της αγοράς είναι υπερβολικοί, τονίζει.
Όπως λέει, ότι οι επενδυτές θα πρέπει να διατηρούν overweight θέσεις στην περιφέρεια.
Οι πιθανότητες μιας νέας κρίσης
Ο οίκος δίνει πιθανότητες 25% στην επανεμφάνιση μίας κρίσης χρέους παρόμοιας με εκείνη που σημειώθηκε το 2011-2012, στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί ένα από τα παρακάτω σενάρια.
-Σενάριο 1: Η ΕΚΤ δεν προχωρά στη διεύρυνση του ισολογισμού της παρότι η Ευρωζώνη βυθίζεται σε ύφεση(πιθανότητες 10%).
Ο οίκος δίνει πολύ μικρές πιθανότητες στο σενάριο αυτό γιατί ο Mario Draghi έχει ξεκαθαρίσει ότι επιθυμεί να διευρύνει τον ισολογισμό της ΕΚΤ κατά 1 τρισ. ευρώ στα επόμενα δύο χρόνια. Η Credit Suisse χαρακτηρίζει πολύ πιθανό η ΕΚΤ να καταφύγει και σε μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης.
– Σενάριο 2: Η Γερμανία αποφασίζει ότι η ποσοτική χαλάρωση (QE)μπορεί να εφαρμοστεί μόνο αφότου η Γαλλία και η Ιταλία έχουν δεσμευτεί για περισσότερες μεταρρυθμίσεις (πιθανότητες10%).
Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε περαιτέρω στρες στο σύστημα και την επιστροφή στην κρίση χρέους, πριν η ΕΚΤ αποφασίσει να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα OMT για την αγορά ομολόγων και στη συνέχεια το QE.
-Σενάριο3: Μία χώρα της περιφέρειας αποφασίζει μονομερώς να φύγει από το ευρώ (πιθανότητες5%).
Το κυριότερο πολιτικό ρίσκο εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, σημειώνει η Credit Suisse.Η χώρα που υπήρξε η βασική πηγή ανησυχιών το 2011-2012 βλέπει τις αποδόσεις των ομολόγων της να αυξάνονται και πάλι,καθώς η πιθανότητα πρόωρων εκλογών αυξάνεται.
Οι αναλυτές επισημαίνουν μεν ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει το προβάδισμά του έναντι της ΝΔ, όμως, εξηγούν ότι σε αντίθεση με τις εκλογές του 2012, σήμερα υπάρχουν αρκετά δίχτυα ασφαλείας πριν να ανοίξει η συζήτηση για έξοδο της χώρας από το ευρώ και πριν οι ελληνικές εντάσεις επεκταθούν στην υπόλοιπη περιφέρεια.
Όπως σημειώνει η Credit Suisse, είναι απίθανο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξασφαλίσει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κατά συνέπεια θα πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με ένα πιο κεντρώο κόμμα (το οποίο θα μετριάσει την όποια προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου).
Το κυριότερο είναι,σύμφωνα με τους αναλυτές, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητά πια την έξοδο από την Ευρωζώνη. Παρότι υπάρχουν φωνές υπέρ μιας τέτοιας προσέγγισης μέσα στο κόμμα, δεν αποτελούν την πλειοψηφία. Το πιθανότερο είναι ότι μία κυβέρνηση υπό το ΣΥΡΙΖΑ θα κατέληγε σε μία νέα συμφωνία με την ΕΕ και το ΔΝΤ(πιθανότατα μετά από κάποιες διακυμάνσεις),και όχι σε κάτι που θα προκαλούσε μεγαλύτερη αναταραχή, όπως η έξοδος από το ευρώ. Ειδικά τώρα, τονίζεται, που η Ελλάδα έχει ήδη καταφέρει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επιπλέον, αυτή τη στιγμή,μία ελληνική χρεοκοπία δεν είναι οικονομικά λογική, σημειώνεται, με δεδομένο ότι το 80% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα(ΕΕ και ΔΝΤ), με πολύ μακρινές περιόδους ωρίμανσης (πάνω από 20 χρόνια) και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης.