Προ των ευθυνών τους καλεί Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία – Κρίσιμες οι αλλαγές στην Ευρώπη από το 2017
Μέχρι και πριν την νομισματική ενοποίηση, οι Γάλλοι πολιτικοί θα ένιωθαν άβολα να παρουσιάσουν έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό. Στο παρελθόν, η υποτίμηση του φράγκου έναντι του γερμανικού μάρκου ήταν ανεπιθύμητη στο εσωτερικό και θα προκαλούσε δαπανηρή αντίδραση από τις αγορές.
Το ενιαίο νόμισμα έκτοτε λειτούργησε, όπως φαίνεται, σαν αναισθητικό. Στην παραμονή της επιθεώρησης του προϋπολογισμού του 2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -και έχοντας ξεπεράσει τους όρους για μείωση ελλείμματος επί τρίτη φορά- η Γαλλία αποπνέει μια ανησυχητική ατμόσφαιρα αδιαφορίας.
Έτσι, τρία χρόνια αφότου η ευρωζώνη επαναβεβαίωσε την οικονομική της διακυβέρνηση και επέβαλε το δημοσιονομικό σύμφωνο -τη συμφωνία που ενδυναμώνει τους όρους του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης της Ε.Ε.- πού βρισκόμαστε και πού οδεύουμε;
Ο φόβος διάλυσης της ευρωζώνης έχει φύγει και οι εποχές των κοσμογονικών Συνόδων Κορυφής έχουν λήξει. Τώρα όμως το φάσμα του αποπληθωρισμού στοιχειώνει ένα ιδιαίτερα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον. Ορισμένα κράτη μέλη στην περιφέρεια επέβαλαν προγράμματα μεταρρυθμίσεων που είχαν γενική επιτυχία. Σήμερα είναι οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, που κρατούν την απάντηση στο ευρωπαϊκό αίνιγμα της ανάπτυξης.
Αν τα επίμονα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και τα αυξανόμενα δημόσια χρέη είχαν ως αποτέλεσμα την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, τότε η Γαλλία και η Ιταλία θα ήταν πρωταθλητές της Ευρώπης, η Ιαπωνία θα ήταν η κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο και η Φινλανδία θα ήταν Νο1 στη Σκανδιναβική Χερσόνησο. Το κοινό σε αυτές τις χώρες είναι η έλλειψη όρεξης για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Όταν η Γερμανία παραβίασε τους όρους του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης το 2003-04, το έκανε για να επιβάλει μια σκληρή μεταρρυθμιστική ατζέντα, την οποία όλοι χειροκροτούν σήμερα ομόφωνα. Αν εφαρμόζονταν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία και στην Ιταλία, η ΕΚΤ θα βεβαιωνόταν ότι η νομισματική της υποστήριξη δρομολογείται αποτελεσματικά μέχρι την πραγματική οικονομία αυξάνοντας τον δανεισμό σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Αλλά οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία δεν έχουν γίνει ακόμη. Η κυβέρνηση μετά τον ανασχηματισμό δεν έχει τη στήριξη της σοσιαλιστικής πλειοψηφίας. Το άκαμπτο θεσμικό σύστημα της δημοκρατίας δεν επιτρέπει στον πρωθυπουργό Manuel Valls και στον υπουργό Οικονομικών Emmanuel Macron να συνεργαστούν με ομοϊδεάτες της αντιπολίτευσης, οπότε είναι αδύνατον να καταργηθεί το 35ωρο εβδομαδιαίας εργασίας ή οι αφόρητοι φόροι στην παραγωγή και στις επιχειρήσεις.
Εν τέλει, χωρίς τις μεταρρυθμίσεις, το κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτείται από τους μισθούς. Το βάρος πρέπει να μετατεθεί στην κατανάλωση, με τη μορφή ενός «κοινωνικού φόρου προστιθέμενης αξίας», για παράδειγμα.
Οι διαδηλώσεις στη Ρώμη το Σαββατοκύριακο υπενθύμισαν ότι ο πρωθυπουργός Matteo Renzi εξακολουθεί να παλεύει με φράξιες στο Partito Democratico, παρά τη νίκη του στις ευρωπαϊκές εκλογές.
Αν ο άξονας Ρώμη – Παρίσι εφάρμοζε ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις, η Γερμανία θα πειθόταν να αυξήσει τη δική της εγχώρια ζήτηση, ιδιαίτερα με αύξηση των δημοσίων και των ιδιωτικών επενδύσεων. Αναλόγως, ένα σαφές σημάδι από το Βερολίνο ότι είναι έτοιμο να τονώσει την εσωτερική ζήτηση θα ήταν καλοδεχούμενο στο Παρίσι και στη Ρώμη.
Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ θα πρέπει να φθάσει μέχρι το άκρο της νομισματικής πολιτικής. Η ποσοτική χαλάρωση QE θα βοηθούσε να πολεμηθεί ο αποπληθωρισμός και να βεβαιωθούν οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις αξίζουν το πολιτικό κόστος, γιατί θα διατηρήσουν ψηλά την οικονομική δραστηριότητα και την εγχώρια ζήτηση.
Η ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης και οι αποφασιστικές δράσεις της ΕΚΤ έχουν βοηθήσει να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Τώρα τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν το δικό τους χρέος. Η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση δεν υπάρχει πρώτα απ’ όλα για τις κυρώσεις, αλλά για μια συνεργασία στις μεταρρυθμίσεις που οργανώνουν τα ίδια τα κράτη μέλη και βοηθά η Κομισιόν.
Για να γίνει οποιαδήποτε επιτυχημένη στρατηγική τόνωσης της ανάπτυξης είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις. Ο κύριος ρόλος της Κομισιόν είναι να βοηθήσει στον εντοπισμό των πιο σημαντικών μεταρρυθμίσεων για τόνωση της ανάπτυξης. Το Eurogroup, η ομάδα των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, πρέπει να σπρώξει προς την ίδια κατεύθυνση.
Μόνο η πίεση, η ντροπή και ο φόβος της απώλειας επιρροής θα ταρακουνήσουν τους ηγέτες. Πάντως η Ρώμη και το Παρίσι δεν πρέπει να περιμένουν μέχρι να χάσουν όλο το πολιτικό τους κεφάλαιο, για να αναλάβουν αποφασιστική δράση.
Το 2017 θα είναι κρίσιμο. Θα πρέπει να αφομοιωθεί το δημοσιονομικό σύμφωνο στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Να αναθεωρηθεί το πλαίσιο προϋπολογισμού της Ε.Ε. για το 2014-20. Και να πραγματοποιηθεί στη Βρετανία δημοψήφισμα για επαναδιαπραγμάτευση της ένταξης, κάτι που, με δεδομένη την κοινή γνώμη, δύσκολα θα αποτραπεί ακόμη κι αν κερδίσει το Εργατικό Κόμμα τις γενικές εκλογές του 2015.
Την ίδια ώρα, η Γερμανία και η Γαλλία θα διεξαγάγουν εκλογές. Όλοι οι πλανήτες ευθυγραμμίζονται για μεγάλες αλλαγές στην Ευρώπη.
Olli Rahn – Πρώην αντιπρόεδρος της Κομισιόν επί οικονομικών υποθέσεων
Jean Arthuis – Πρόεδρος της επιτροπής προϋπολογισμού της Ευρωβουλής και πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας