Την πρόθεση της διοίκησης της Παρευξείνιας Τράπεζας για αύξηση της παρουσίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2015-2018 γνωστοποίησε ο πρόεδρος του διακρατικού οργανισμού, Ιχσάν Ουούρ Ντελικανλί. Εκτίμησε, ακόμη, ότι οι ελληνικές τράπεζες θα βγουν ενισχυμένες από την κρίση.
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ντελικανλί εξέφρασε ακόμη το ισχυρό ενδιαφέρον της Παρευξείνιας Τράπεζας να εμπλακεί χρηματοδοτικά σε ενεργειακά έργα μεγάλης κλίμακας όπως ο Διαδριατικός Αγωγός (ΤΑP) και ο South Stream.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η περιοχή του Ευξείνου Πόντου δοκιμάζεται από κρίσεις που δημιουργούν έδαφος για νέες γεωπολιτικές και οικονομικές ισορροπίες, όπως η κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας, ο κ.Ντελικανλί σημειώνει ότι “παρότι θα απέφευγε περιοχές συγκρούσεων, η Τράπεζα παραμένει ανοιχτή στο να κάνει δουλειές και στις δύο χώρες και να τούς προσφέρει προστιθέμενη αξία”.
Προσθέτει ότι η Παρευξείνια, η οποία έχει σήμερα 11 κράτη-μέλη, με βασικούς μετόχους τις χώρες Ελλάδα, Ρωσία και Τουρκία (ποσοστό 16,5% έκαστη), είναι ανοιχτή στην εισδοχή και νέων μελών, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση της Σερβίας, που όμως προς το παρόν μένει εκτός, λόγω συνεχιζόμενων δημοσιονομικών περιορισμών.
Αναλυτικότερα, ερωτηθείς αν η Τράπεζα ενδιαφέρεται να “μπει” στα μεγάλα ενεργειακά έργα, που βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως οι αγωγοί TAP και “South Stream”, ο κ.Ντελικανλί επισημαίνει: «Η Παρευξείνια ενδιαφέρεται πολύ να συμμετάσχει σε ενεργειακά έργα μεγάλης κλίμακας, με σημαντική διακρατική διάσταση και πολλά συμμετέχοντα κράτη-μέλη […] Ωστόσο, αυτά τα έργα είναι μεγάλα και πολύπλοκα και εμπλέκουν πολλούς ιδιωτικούς και δημόσιους “παίκτες”, καθώς και διεθνείς συμφωνίες, που αλληλεπιδρούν με τις εθνικές νομοθεσίες. Η εμπλοκή σε αυτά δεν είναι λοιπόν εύκολο ζήτημα. Ωστόσο, σχεδιάζουμε να διερευνήσουμε πιθανές συνεργασίες με επιχειρήσεις που εμπλέκονται στο έργο του ΤΑP, καθώς σε άλλα διακρατικά έργα υποδομής, που ενδέχεται να αναδυθούν, όπως ο South Stream».
Σε σχέση με τα κεφάλαια που αναμένεται να εκταμιευτούν για την Ελλάδα στην οικονομική περίοδο 2015-2018, ο κ.Ντελικανλί επισημαίνει ότι προς το παρόν η Τράπεζα ετοιμάζει τη Μεσοπρόθεσμη Στρατηγική της και το Επιχειρησιακό της Σχέδιο για την περίοδο 2015-2018, οπότε είναι νωρίς για να εξειδικευτούν οι χρηματοδοτικοί στόχοι ανά χώρα.
Ωστόσο, παρότι δεν υπάρχουν τελικές αποφάσεις, “φαίνεται ότι στόχος είναι η ανάπτυξη του συνολικού χαρτοφυλακίου μας [σ.σ. για όλες τις χώρες], από περίπου 900 εκατ. ευρώ σήμερα σε 1,2 δισ. ευρώ μέχρι τέλους 2018. Αυτό σημαίνει ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 7,5% […]και μέσες νέες δεσμεύσεις περίπου 350 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να πούμε ποιος είναι ο στόχος για κάθε χώρα-μέτοχο αλλά […]εκτιμούμε ότι σίγουρα θα υπάρξει αύξηση σε σχέση με την προηγoύμενη περίοδο (2011-2014). Σχεδιάζουμε να αυξήσουμε την παρουσία μας σε χώρες όπου δεν ήταν επαρκώς ανεπτυγμένη τα προηγούμενα χρόνια όπως η Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Ρουμανία”, επισημαίνει.
Στη δεκαετία προ κρίσης, όταν οι κρουνοί των ακμαίων ελληνικών τραπεζών ήταν ανοιχτοί και υπήρχε πρόσβαση σε υψηλές χρηματοδοτήσεις με πολύ ευνοϊκούς όρους, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις χρηματοδοτήσεις της Παρευξείνιας. Αυτό όμως, δείχνει πλέον ν΄ αλλάζει, καθώς η έλλειψη ρευστότητας φέρνει αρκετές στην “πόρτα” της διακρατικής τράπεζας.
“Δεδομένης της έλλειψης χρηματοδότησης στην ελληνική αγορά, παρατηρήσαμε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να λάβουν χρηματοδότηση από την Παρευξείνια για επενδύσεις και άλλες δραστηριότητες και εντός της Ελλάδας [σ.σ. και όχι μόνο στο εξωτερικό, όπως ίσχυε μέχρι πρότινος]”, σημειώνει.
Από την έναρξη της δραστηριότητάς της -στο τέλος της δεκαετίας του ΄90- μέχρι σήμερα, η Τράπεζα έχει διαθέσει 191 εκατ. ευρώ για επενδύσεις που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα. Αν ληφθεί υπόψη και η συνεργασία της Τράπεζας με ελληνικές επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλες χώρες, το νούμερο αυτό σχεδόν διπλασιάζεται.
Την τελευταία διετία, οι δεσμεύσεις της Τράπεζας στην Ελλάδα αντιστοιχούν σε δύο πρότζεκτς, συνολικής αξίας 15,5 εκατ. ευρώ, ποσόν που έχει εκταμιευτεί. “[…]Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια υπό προετοιμασία αρκετές προτάσεις ελληνικών επιχειρήσεων και είμαστε αισιόδοξοι ότι αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί σημαντικά, αν όχι πριν από το τέλος του 2014, τότε σίγουρα μέσα στο 2015”, διευκρινίζει.
Κατά τον ίδιο, μέχρι το τέλος του 2014 αναμένεται να εκταμιευτεί -όπως συμφωνήθηκε- η πρώτη δόση, ύψους 3 εκατ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση -από την ελληνική κυβέρνηση- της μετεγκατάστασης της Τράπεζας σε μόνιμες εγκαταστάσεις στη Θεσσαλονίκη, στη βάση σχετικής συμφωνίας. ΄Οπως σημειώνει, η εκταμίευση της πρώτης δόσης προς το παρόν αναμένεται, κυρίως λόγω θεμάτων εσωτερικών διαδικασιών του υπουργείου Οικονομικών. “Αυτό είναι κατανοητό γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες συχνά παίρνουν χρόνο […]Είμαστε βέβαιοι ότι η δόση θα πληρωθεί πριν από το τέλος αυτού του χρόνου” διευκρινίζει.
Οι χώρες Ρωσία και Ουκρανία είναι αμφότερες μέλη της Τράπεζας (με μετοχικά μερίδια 16,5% και 13,5% αντίστοιχα). Ρωτήσαμε τον κ.Ντελικανλί πώς αντιμετωπίζει η διοίκηση της Τράπεζας τη μεταξύ τους ένταση, η οποία “ταρακουνά” και τις σχέσεις της Ρωσίας με την ΕΕ.
“[…]Τόσο η Ρωσία, όσο και η Ουκρανία, αποτελούν σημαντικά μέλη της Τράπεζας και σχεδιάζουμε να συνεχίσουμε τη δραστηριότητά στις δύο χώρες. Οι αναπτυξιακές ανάγκες είναι μεγάλες και η τρέχουσα σύγκρουση έχει επιδεινώσει την αντίληψη κινδύνου (risk perception), κάνοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες ακόμη ισχυρότερες. Παρότι θα αποφεύγαμε περιοχές συγκρούσεων, παραμένουμε ανοιχτοί στο να κάνουμε δουλειές και στις δύο χώρες και να προσφέρουμε προστιθέμενη αξία”, απαντά.
Στην πενταετία 2009-2013, ο κ.Ντελικανλί εκπροσώπησε την Τουρκία στην Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Με παρακαταθήκη τη συγκεκριμένη εμπειρία, ποια είναι η άποψή του για τις προοπτικές και την πορεία των ελληνικών τραπεζών μετά την κρίση;
“Πιστεύω ότι οι τράπεζες της Ελλάδας, αλλά και γενικότερα της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μαύρης Θάλασσας, θα αναδυθούν ισχυρότερες στα χρόνια που θα έρθουν. Η ελληνική οικονομία έχει πλέον σταθεροποιηθεί και οι τράπεζες έχουν υποστηριχθεί εξαιρετικά καλά. Υπάρχει φυσικά το δύσκολο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το αντιμετωπίσεις και κανένας λόγος να πιστεύει κάποιος ότι αυτό δεν θα γίνει” υπογραμμίζει.
Προσθέτει ότι η μετατόπιση της εποπτείας των μεγάλων συστημικών τραπεζών προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία σε ολόκληρη την Ευρωζώνη να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του χρηματοοικονομικού της τομέα, που υποφέρει από μεγάλη αστάθεια μετά την έναρξη της κρίσης το 2008. «Νέοι κανόνες ισχύουν πλέον […]ενώ ο ρυθμιστής της αγοράς είναι πιο ισχυρός και με αξιοσημείωτα οικονομικά “πολεμοφόδια”, προκειμένου να παράσχει την αναγκαία υποστήριξη και να μειωθεί η προκαλούμενη από τον πανικό μεταβλητότητα. Αυτό σίγουρα θα βοηθήσει και τις τράπεζες της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε χώρες εκτός ευρωζώνης, καθώς πολλές από αυτές ελέγχονται πλειοψηφικά από οργανισμούς που εδρεύουν στην ευρωζώνη» υπογραμμίζει.
Διευκρινίζει: “Ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τι θα γίνει και δεν μπορούμε ποτέ να παραβλέπουμε την πιθανότητα γεγονότων ανωτέρας βίας, που θα ανέτρεπαν τις προσδοκίες μας. Ωστόσο, αν κάποιος συνδέσει τις πιθανότητες με ένα εύρος σεναρίων, από το πιο ευνοϊκό μέχρι το πιο δυσμενές, το πιθανό βρίσκεται στη μέση, εκεί όπου η σταθερότητα αποκαθίσταται, η ανάπτυξη των χορηγήσεων περιορίζεται σε πιο μετριοπαθή επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν -και στην περίπτωση της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας σε υψηλότερο κόστος λαμβάνοντας υπόψη τ ασφάλιστρα κινδύνου- και η ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος είναι πιο “σφιχτή” και συντηρητική, από ό,τι τη “μεθυστική” περίοδο προ του 2008″.
Κληθείς να διατυπώσει εκτιμήσεις για τις αναπτυξιακές προοπτικές στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ο πρόεδρος της Παρευξείνιας είναι σαφής: “Παρότι δεν θα επιστρέψουμε σύντομα στην περίοδο υψηλής ανάπτυξης του 2000-2008, όταν το περιφερειακό ΑΕΠ αναπτυσσόταν κατά σχεδόν 6% ετησίως σε πραγματικούς όρους, πιστεύουμε ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ευνοϊκές[…] Ελλείψει γεωπολιτικών αναταραχών και εξωγενών κρίσεων, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας είναι σε καλή θέση ώστε να διατηρήσει σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους, μεταξύ 2% και 4% ετησίως στα επόμενα χρόνια, ένα εύρος βάσει του οποίου θα μπορούσε να συνεχιστεί η σύγκλιση της περιοχής με τα επίπεδα διαβίωσης της δυτικής Ευρώπης,αν και σε χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν”.