Τα πενιχρά στοιχεία ανάπτυξης τρίτου τριμήνου για την ευρωζώνη που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα υπογραμμίζουν, για μία ακόμη φορά, τις αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Οι αποδόσεις των ισπανικών, ιρλανδικών και πορτογαλικών κρατικών ομολόγων ενισχύθηκαν στα μέσα Οκτωβρίου, καθώς οι επενδυτές τρομοκρατήθηκαν για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δανεισμού για τις πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης. Το ερώτημα είναι εάν κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί.
Κοιτάζοντας κανείς την ευρωπαϊκή στρατηγική για τη διαχείριση του χρέους, θα νόμιζε πως ο στόχος είναι να διατηρηθεί το πρόβλημα όσο περισσότερο γίνεται. Το σχέδιο είναι οι κυβερνήσεις να καταγράφουν πρωτογενή πλεονάσματα με στόχο μείωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 60% μέχρι το 2030.
Τα πλεονάσματα αυτά όμως προβληματίζουν. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο λογικές εκτιμήσεις για την ανάπτυξη και τα επιτόκια, το μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της δεκαετίας που λήγει το 2030 θα ξεπερνά το 4% για την Ισπανία, το 5% για την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία και το 7% για την Ελλάδα. Για να το θέσουμε απλά, καμία χώρα δεν μπορεί να καταγράφει τεράστια πλεονάσματα για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο χωρίς να προκληθεί εξέγερση των φορολογούμενων πολιτών.
Ή μάλλον… σχεδόν καμία χώρα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν τρεις περιπτώσεις χωρών που σημείωναν πλεονάσματα της τάξεως του 5% για μία περίοδο έως και 10 ετών.
Μία εξ αυτών είναι η Νορβηγία η οποία ξεκίνησε το 1995. Η χώρα κατέγραψε μεγάλα πλεονάσματα την περίοδο της μέγιστης παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, καταχωνιάζοντας έσοδα στο κρατικό επενδυτικό ταμείο. Η δεύτερη περίπτωση είναι η Σιγκαπούρη, η οποία ξεκίνησε το 1990. Η πόλη-κράτος έχει μία εξαιρετικά ισχυρή διοίκηση και (ως μικρή, ανοιχτή οικονομία) κι είναι πολύ ευάλωτη στα διεθνή σοκ. Αυτές οι ιδιομορφίες την ανάγκασαν να αποταμιεύσει έσοδα για τους χαλεπούς καιρούς. Οι συνθήκες που ίσχυαν στη Νορβηγία ή τη Σιγκαπούρη της δεκαετίας του 1990, όμως, δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή Ευρώπη.
Η τρίτη περίπτωση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο σχετική, είναι το Βέλγιο που ξεκίνησε το 1995. Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, υπάρχουν ιδιομορφίες. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 λήφθηκε και η απόφαση για τη δημιουργία του ευρώ. Το Βέλγιο έπρεπε να δείξει ότι μπορούσε να μειώσει το χρέος του ώστε να γίνει μέλος της ευρωζώνης. Θα ήταν καταστροφικό εάν δεν τα κατάφερνε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε., του οποίου μάλιστα η οικονομία συνδέεται στενά με τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η περίπτωση του Βελγίου με τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα εγείρει το ερώτημα γιατί δεν ακολούθησαν το παράδειγμά του και άλλοι, όπως η Ιταλία. Η εξήγηση βρίσκεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχώρησε το Βέλγιο από τη δεκαετία του 1980, εν αναμονή της ανάγκης για διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων. Η χώρα προχώρησε σε μεταρρύθμιση του φορολογικού κώδικα, επέκτεινε τη φορολογική βάση και μείωσε τους συντελεστές. Έδωσε στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Σχεδιασμό την αρμοδιότητα να εκδίδει ανεξάρτητες προβλέψεις για τον προϋπολογισμό. Περιόρισε τις δαπάνες στην τοπική αυτοδιοίκηση και προχώρησε στην αναδιάρθρωση του High Finance Council, δίνοντάς του σαφή εντολή να παρακολουθεί και να συντονίζει τη δημοσιονομική πολιτική σε ομοσπονδιακό και τοπικό επίπεδο.
Η χρονική συγκυρία αυτών των ενεργειών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα εξαφανίστηκαν σύντομα αφού το Βέλγιο μπήκε στο ευρώ, δείχνουν τη σημασία που έχει ο συνδυασμός ισχυρών εξωτερικών πιέσεων και ισχυρών εγχώριων θεσμών.
Είναι αυτές όμως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρώπης σήμερα; Η αλήθεια είναι πως οι εν λόγω κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν μεγάλες εξωτερικές πιέσεις από την αγορά ομολόγων. Αντιμετωπίζουν, όμως, επίσης ισχυρές εσωτερικές πιέσεις από τους ψηφοφόρους, που είναι μάλλον απίθανο να περιμένουν υπομονετικά 10 – 15 χρόνια, κατά τα οποία το 5% του εθνικού εισοδήματος θα απορροφηθεί για την αποπληρωμή του χρέους που δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές. Αυτές οι χώρες σαφέστατα δεν έχουν τους ισχυρούς δημοσιονομικούς θεσμούς που απαιτούνται για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Το αποτέλεσμα είναι πως η επίσημη στρατηγική της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους δεν θα λειτουργήσει.
Ευτυχώς, υπάρχουν εφικτές εναλλακτικές – στη θεωρία τουλάχιστον. Μία εξ αυτών είναι να αναπτυχθεί ο παρονομαστής στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Το πραγματικό δανειακό βάρος μπορεί να μειωθεί σε μία αναπτυσσόμενη οικονομία που πετυχαίνει και αύξηση των δημοσίων εσόδων. Έτσι θα μπορέσει καλύτερα το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Δυστυχώς όμως, η ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει μαγικά από σκέτο αέρα. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έδειξαν ανικανότητα να δημιουργήσουν ανάπτυξη με άλλους τρόπους.
Η δεύτερη εναλλακτική είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συνεχίζουν να περιτριγυρίζουν την ιδέα διαγραφής μέρους του δημόσιου χρέους, υποσχόμενοι στην Ελλάδα χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής. Αρνούνται, όμως, την ανάγκη για πιο δομική αναδιάρθρωση και ευρύτερη εφαρμογή αυτών των μέτρων. Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων καθιστούν σαφές ότι δεν θα μπορούν να περιτριγυρίζουν την ιδέα αυτή για πολύ καιρό ακόμη.
Ο Barry Eichengreen είναι καθηγητής στο University of California, Berkeley και στο University of Cambridge