Σε κλοιό πιέσεων η Αθήνα
Στενεύουν τα χρονικά περιθώρια για την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένου ότι σήμερα λήγει το τελεσίγραφο που έδωσε την Δευτέρα η Κομισιόν στην Αθήνα για να παρουσιάσει τις πλήρεις θέσεις της που θα καθιστούν εφικτή την επιστροφή της τρόικα.
Ενδεικτικές των πιέσεων που ασκούνται ήταν και οι χθεσινές δηλώσεις της εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μίνα Αντρέεβα, η οποία τόνισε ότι «η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα μόλις εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις».
Πάντως, μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί η χρυσή τομή που θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή των εκπροσώπων των δανειστών για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Μετά τη συνάντηση που είχε την χθες με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον ΥΠΟΙΚ στο Μέγαρο Μαξίμου, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος παραδέχθηκε ότι «το παιχνίδι είναι πολύ σκληρό» και οι εταίροι «δύσπιστοι» λόγω του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος, αλλά ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση «δεν υποχωρεί πουθενά».
Όπως διευκρίνισε το ζητούμενο από την ελληνική πλευρά είναι να υπάρξει μια ενιαία αντιμετώπιση όλων των θεμάτων και να μην γίνεται αποσπασματική προσέγγιση. Σχολίασε δε πως υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που η χώρα τις χρειάζεται, ενώ στο σημείο αυτό διαβεβαίωσε ότι δεν θα ζητηθούν από τους πολίτες ξανά θυσίες, ότι δεν θα υπάρξουν δημοσιονομικά μέτρα, καθώς και μέτρα λιτότητας.
Αισιόδοξος ότι «θα προλάβουμε να έρθουμε σε ασφαλή συμφωνία με τους δανειστές» εμφανίστηκε από την πλευρά του ο κ. Χαρδούβελης, μετά τη συνάντηση που είχε χθες με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Κρίσιμο 48ωρο
Αν δεν αρθεί το αδιέξοδο εντός των προσεχών ημερών (πηγές των Βρυξελλών έκαναν προχθές λόγο για κρίσιμο 48ωρο, το οποίο λήγει σήμερα), θα είναι δύσκολο ή ανέφικτο να επιτευχθεί συμφωνία ως το Eurogroup της 8ης Δεκεμβρίου. Κύκλοι της κυβέρνησης πάντως μιλούσαν χθες για το ενδεχόμενο διεξαγωγής ενός έκτακτου Eurogroup περί τις 15 Δεκεμβρίου (το οποίο θα μπορούσε να έχει τη μορφή τηλεδιάσκεψης) προκειμένου να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χρόνος.
Υπό το βάρος όμως των μέχρι τώρα εξελίξεων και του ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος δεν μπορούν να αποκλειστούν και πιο δραστικά σενάρια, όπως η παράταση της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης και του μνημονίου.
Προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο, η Αθήνα θα πρέπει να ζητήσει μικρή παράταση της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης (για έναν ή δύο μήνες) ώστε να ολοκληρωθεί η θετική αξιολόγηση με την τρόικα κι εν συνεχεία η διαπραγμάτευση για το νέο πρόγραμμα που θα διέπει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη.
Εάν ο κόμπος φτάσει στο χτένι και λήξει το έτος χωρίς να έχει συμφωνηθεί το μεταμνημονιακό καθεστώς, η παράταση θεωρείται αναγκαία, ώστε να μη βρεθούν σε κενό αέρος οι εγχώριες τράπεζες, και κατ’ επέκταση η οικονομία.
Διότι, αν στις 2 Ιανουαρίου η Ελλάδα δεν έχει συμφωνημένο κάποιου είδους «πρόγραμμα» με τους Ευρωπαίους εταίρους της και η πιστοληπτική της ικανότητα παραμένει σε «junk» διαβάθμιση, η ΕΚΤ θα μπλοκάρει την άντληση φθηνής ρευστότητας για τις εγχώριες τράπεζες.
Οι τελευταίες θα αναγκασθούν να μεταφερθούν στον έκτακτο μηχανισμό άντλησης ρευστότητας της Τραπέζης της Ελλάδος, το γνωστό ELA, κάτι που θα σημάνει οπισθοδρόμηση τόσο για τις ίδιες, καθώς θα επιβαρυνθούν με υψηλό κόστος χρηματοδότησης, όσο και για την οικονομία.
Ορόσημο η 31η Δεκεμβρίου
Προϋπόθεση όμως για να ικανοποιηθεί αίτημα μικρής παράτασης της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης είναι να έχει υπάρξει συμφωνία με την τρόικα έως τα τέλη Δεκεμβρίου (πρακτικά το δεύτερο 10ήμερο αφού μετά τα πάντα παγώνουν λόγω εορτών). Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διευκρινιστεί από την πλευρά των δανειστών πως αυτό μπορεί τεχνικά να εφαρμοστεί, αλλά και να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις που, σύμφωνα με πληροφορίες, θα πρέπει να αναμένονται από ορισμένες πρωτεύουσες της βόρειας Ευρώπης στο ενδεχόμενο παράτασης του υφιστάμενου μνημονίου. Μια εικόνα των εξελίξεων αναμένεται να υπάρξει σήμερα καθώς θα συνεδριάσει το Κολέγιο των Επιτρόπων.
Επομένως τα περιθώρια για τη θετική αξιολόγηση παραμένουν ασφυκτικά, ενώ προς το παρόν η απόσταση μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας δείχνει αγεφύρωτη. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι αρκετοί πίσω από το μπρα ντε φερ των τελευταίων ημερών βλέπουν μια διαπραγματευτική στρατηγική των δύο πλευρών και προσθέτουν ότι αν επέλθει η συμφωνία στα βασικά τα πάντα μπορεί να τρέξουν πολύ γρήγορα και χωρίς να χαθούν τα υφιστάμενα χρονοδιαγράμματα.