Ένα νέο μοντέλο κατανάλωσης αντικατέστησε την παλιά ανέμελη συμπεριφορά του Έλληνα καταναλωτή. Το νέο μοντέλο είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που πλήττει τα χώρα, με κύρια χαρακτηριστικά τη σύνεση ως προς τις αγορές και την αναζήτηση ιδανικής σχέσης ποιότητας-τιμής.
Συμπεριφορά καταναλωτή
Σύμφωνα με διάφορες έρευνες και καταναλωτικές οργανώσεις, οι καταναλωτές είναι πια διστακτικοί, έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους σημαντικά- σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων μάλιστα έως και 50%- εξετάζουν διάφορες τιμές σε διαφορετικά μαγαζιά προς αναζήτηση της πλέον συμφέρουσας λύσης, δεν ξοδεύουν περισσότερα από 65 ευρώ κάθε φορά στο σούπερ μάρκετ και νοιώθουν αδύναμοι να καλύψουν το εύρος των αναγκών τους.
Έρευνα καταγραφής στάσεων και συμπεριφορών του καταναλωτή
Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, Γιώργος Μπάλτας, ο οποίος επιμελείται την ετήσια έρευνα καταγραφής στάσεων και συμπεριφορών του καταναλωτή του Εργαστηρίου Μάρκετινγ αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού έχει αλλάξει αγοραστικές συνήθειες και στρέφεται σε προϊόντα που προσφέρουν συμφέρουσα σχέση τιμής και ποιότητας. Όσο όμως η οικονομική κρίση διαρκεί και όσο η οικονομική θέση των ατόμων επιδεινώνεται, τόσο θα παρατηρούμε αγοραστικές αποφάσεις που θα λαμβάνονται με την τιμή ως μοναδικό κριτήριο επιλογής”.
Η ανάγκη για φθηνότερες αγορές οδηγεί τους καταναλωτές στο να διερευνούν τις εναλλακτικές προτάσεις που υπάρχουν στην αγορά και προς τούτο επισκέπτονται πολλά καταστήματα σε αναζήτηση της καλύτερης επιλογής.
“Βέβαια, στο εμπόριο”, προσθέτει, “η ευκολία πρόσβασης είναι πάντα σπουδαίος παράγοντας και γενικά οι καταναλωτές αποφεύγουν να σπαταλούν χρόνο, κόπο και χρήμα για να προσεγγίσουν πολύ μακρινά γι’ αυτούς καταστήματα. Στο πνεύμα αυτό, τα εμπορικά κέντρα και οι τοπικές αγορές προσφέρουν μεγάλο αριθμό καταστημάτων σε ένα σημείο και έχουν κερδίσει την προτίμηση των καταναλωτών”.
Το κέντρο της πρωτεύουσας της Αθήνας φαίνεται να είναι ο μεγάλος χαμένος, όπου τα καταστήματα δέχονται επιπρόσθετα και αλλεπάλληλα χτυπήματα από την υποβάθμιση, το παραεμπόριο και την εγκληματικότητα.
Η καταναλωτική δαπάνη, τώρα, αν και παρουσιάζει τεράστιες διαφορές μεταξύ των ατόμων – λόγω διαφορετικής οικονομικής δύναμης αλλά και προτιμήσεων – έχει υποστεί πολύ μεγάλη μείωση, η οποία σε ορισμένους κλάδους υπερβαίνει το 50% σε σύγκριση με τα προ κρίσεως μεγέθη.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 55% όσων ρωτήθηκαν ξοδεύει το πολύ έως 50 ευρώ κάθε φορά που πηγαίνει σούπερ μάρκετ και το μόλις το 12% περισσότερα από 100 ευρώ, με τη μέση δαπάνη να μην ξεπερνά τα 65 ευρώ.
Την ίδια ώρα η κρίση ήρθε να επιβάλλει την ιεράρχηση και τον προγραμματισμό των αγορών, είτε αφορούν σε διαρκή αγαθά είτε σε βασικά είδη της καθημερινής ζωής. Ασχέτως αν αυτή η συμπεριφορά βεβαίως θεωρείται γνώρισμα του ώριμου καταναλωτή. Η κ. Παναγιώτα Καλαποθαράκου, αντιπρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ, κάνει λόγο για επαναπροσδιορισμό του μοντέλου της κατανάλωσης στην Ελλάδα περιγράφοντας με μάλλον μελανά χρώματα την κατάσταση του καταναλωτή σήμερα.
“Η σύνεση ως προς τις επιλογές και τις αγορές που πρέπει να πραγματοποιηθούν, πιστεύω ότι αποτελεί πια κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του καταναλωτή σήμερα”, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προσθέτοντας πως “χρειάστηκε η κρίση για να αφήσουμε πίσω την καταναλωτική μανία των προηγούμενων ετών, που εν πολλοίς στηρίχθηκε σε δανεισμό”.
Συνεχίζει: “Σε αντίθεση με το παρελθόν, το 95% όσων απευθύνονται στην ΕΚΠΟΙΖΩ, δηλώνουν αδυναμία να καλύψουν τις οφειλές τους, κυρίως προς τις τράπεζες και ζητούν πληροφορίες και συμβουλές για το τι πρέπει να κάνουν. Πλέον τα παράπονα ή οι καταγγελίες για θέματα, που άλλοτε κυριαρχούσαν, έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα”.
Σε ημερήσια βάση, η ‘Ενωση δέχεται περισσότερες από 300 τηλεφωνικές κλήσεις, αριθμός πρωτοφανής όπως τον χαρακτηρίζει. “Μας τηλεφωνούν άνθρωποι που το μέσο οικογενειακό εισόδημά τους δεν ξεπερνά τα 1.600-1.700 ευρώ και συζητώντας μαζί τους, προκειμένου να βρούμε μια λύση για τα ρύθμιση των υπόχρεώσεων τους προς τις τράπεζες, μαθαίνουμε πως έχουν σε διακανονισμό μέχρι και λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος ή τηλεφώνου”.
Στο περιβάλλον αυτό, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ η αλλαγή νοοτροπίας και για τις επιχειρήσεις οι οποίες πρέπει να βλέπουν τον πελάτη σαν συνεργάτη και να προσπαθούν να δημιουργήσουν μία σχέση εμπιστοσύνης. ‘Αλλωστε η προσαρμοστικότητα που θα δείξουν στις νέες συνθήκες μπορεί να κρίνει και την επιβίωσή τους.
Ο καθηγητής κ. Γ. Μπάλτας και προσθέτει ότι οι πελάτες θα επιβραβεύσουν τις επιχειρήσεις που θα πιάσουν το μήνυμα της εποχής και θα προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες που θα είναι προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες.
“Σε ένα περιβάλλον κρίσης”, καταλήγει, “οι οργανισμοί που επιβιώνουν είναι εκείνοι που προσαρμόζονται σ’ αυτό. Οι περιορισμένοι πόροι μειώνουν τον πληθυσμό των επιχειρηματικών μονάδων, οι αλλαγμένες καταναλωτικές προτιμήσεις ανακατανέμουν τα μερίδια αγοράς και μόνο οι επιχειρήσεις που προσαρμόζονται πολύ καλά στις νέες συνθήκες έχουν την ευκαιρία να ενισχύσουν τη θέση τους”.