Ενδεχομένως να χρειασθεί πρόσθετη ελάφρυνση
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την ελληνική οικονομία
Το μείζον πρόβλημα του ελληνικού χρέους αναδεικνύει ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του του για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός εστιάζει στη διαρκή δημοσιονομική προσπάθεια στην οποία πρέπει να επιδίδεται η Ελλάδα προκειμένου να εξυπηρετεί το μεγάλο βάρος του χρέους της.
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως το δημόσιο χρέος θα υπερβεί το 175% του ΑΕΠ το 2014. Στην βάση αυτή υπογραμμίζει πως το μεγάλο βάρος του χρέους, αποτελεί πρόκληση για την Ελλάδα και επαναλαμβάνει ότι ενδεχομένως να χρειασθεί να αναζητηθεί πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους, είτε μέσω παράτασης των λήξεων, είτε μέσω περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων.
«Η μείωσή του χρέους σε συνετά επίπεδα, θα απαιτήσει χρόνια σταθερής ανάπτυξης και μια ισχυρή δημοσιονομική κατάσταση. Το μεγάλο βάρος του χρέους καθιστά επιτακτική την ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης», τονίζεται στην έκθεση του οργανισμού.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε το 2014, χάρις στον τουρισμό που ήταν σημαντικός, στη βελτίωση της εμπιστοσύνης και στη σταθεροποίηση της εγχώριας ζήτησης.
Το ποσοστό ανεργίας, παρ΄ ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα το 2014, γύρω στο 26%, εντούτοις έχει μειωθεί από την πρόσφατη ιστορική κορυφή του και αναμένεται να σημειώσει σταδιακή μείωση για το 2016 φθάνοντας κοντά στο 24%.
Σύμφωνα με την έκθεση ΟΟΣΑ, θα συνεχισθεί η μείωση σε τιμές και μισθούς (εξ΄ αιτίας μιας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας που παραμένει αχρησιμοποίητη), αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Παράλληλα παραμένει αρνητικός ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα συνεχίζει να μειώνεται, υπάρχει όμως βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, πράγμα που βοηθάει τις εξαγωγές.
Το υποκείμενο πρωτογενές ισοζύγιο (πρωτογενές πλεόνασμα) αναμένεται να βελτιωθεί κατά 0,3% του ΑΕΠ το 2015 και 2016, σε συνδυασμό με ένα μικρό πλεόνασμα για την κυβέρνηση το 2016 (σε ενθικολογιστική βάση).
Για τον ΟΟΣΑ, το κλειδί για μια βιώσιμη ανάπτυξη, βρίσκεται στην ταχεία αναδιάρθρωση των ισολογισμών των τραπεζών σε συνδυασμό με τη διατήρηση της δυναμικής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
«Η διατήρηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και των αγορών προϊόντων, και η καλύτερη πρόσβαση στις πιστώσεις είναι απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη» τονίζει.
Εκτιμά επίσης ως «ευπρόσδεκτα», τα πρόσφατα μέτρα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κοινωνικών συνεπειών εξ΄ αιτίας της κρίσης, «όπως η εισαγωγή ενός μηχανισμού στήριξης ελάχιστου εισοδήματος».
Υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι θα πρέπει να παραμείνει πολιτική προτεραιότητα «η δίκαιη κατανομή του κόστους της προσαρμογής μεταξύ όλων των ομάδων, με δεδομένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να είναι βιώσιμη».
Οι καλύτερες συνθήκες δανεισμού με την υποστήριξη των τραπεζών, ύστερα από την ανακεφαλαιοποίησή τους και την αναδιάρθρωση των ισολογισμών τους, θα τονώσουν την εγχώρια ζήτηση. Τα δε διαρθρωτικά κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσδώσουν επιπρόσθετα κίνητρα για την οικονομία.
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ελληνική οικονομία:
– Οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το επενδυτικό κλίμα.
– Η αργή πρόοδος της αναδιάρθρωσης των τραπεζικών ισολογισμών, θα μπορούσε επίσης να φρενάρει την ανάκαμψη, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
– Το πολύ υψηλό χρέος εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση.
– Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρώπη θα βλάψουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη.
Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ δεν αποκλείει τον συνδυασμό κάποιων θετικών κινήσεων όπως:
– Από τον τραπεζικό τομέα ο οποίος θα μπορούσε να παρέχει περισσότερα δάνεια απ΄ ό,τι αναμενόταν μετά την ανακεφαλαιοποίησή του.
– Από τις εξαγωγικές επιδόσεις θα μπορούσαν επίσης να υπερβούν τις προσδοκίες, καθώς τα οφέλη από τα κέρδη της μεγάλης ανταγωνιστικότητας έχουν ίσως υποτιμηθεί.
– Από «την επιτάχυνση των σχεδιαζόμενων ιδιωτικοποιήσεων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επίσης την ανάπτυξη» εκτιμά ο ΟΟΣΑ.