Το editorial των Financial Times δίνει το πολιτικοοικονομικό τέμπο των ημερών, λίγο πριν την τελική ευθεία για τις κάλπες
Το έτος 2014 μπορεί να μείνει στην ιστορία για την εντυπωσιακή ενίσχυση ακραίων ιδεολογικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη. Στους επόμενους μήνες ενδέχεται ένα από αυτά τα κόμματα να αναλάβει την εξουσία. Η Ελλάδα προχωρά σε εκλογές στις 25 Ιανουαρίου μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα της άκρας αριστεράς είναι πλέον φαβορί να κερδίσει τις ελληνικές εκλογές και να αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας κυβέρνησης. Σημειώνεται ότι αυτές είναι οι πιο σημαντικές εκλογές για τη χώρα από το 1974.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκαν εξαιτίας της απόλυτης αντίθεσής τους στο διεθνές σχέδιο διάσωσης που η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε το 2012. Στο παρελθόν ο κ. Τσίπρας είχε υιοθετήσει μια πολιτική που περιελάμβανε αύξηση δημοσίων δαπανών ακόμη και την έξοδο της χώρας από το ευρώ.
Πριν από τρία χρόνια η απειλή της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ θα προκαλούσε τρόμο στις αγορές ομολόγων σε ολόκληρη την ήπειρο. Τώρα όμως τα τείχη προστασίας τα οποία έχει αναγείρει η Ε.Ε. προκειμένου να επιβραδυνθεί η μετάσταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, φαίνεται να αποδίδουν. Ειδικότερα, ενώ οι ελληνικές μετοχές έχουν βουλιάξει και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν εκτοξευτεί, τα ομόλογα που εκδόθηκαν πρόσφατα από την Ιταλία και την Ισπανία, συνεχίζουν να κυμαίνονται κάτω από το 2%.
Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει την εξουσία, η εναντίωση του στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας έχει μετριαστεί. Πλέον ο κ. Τσίπρας δηλώνει προσηλωμένος στην παραμονή της χώρας στο ευρώ και αντί να μιλάει για «αποκήρυξη» του ελληνικού χρέους, τώρα αναφέρεται σε επαναδιαπραγμάτευση.
Αν αύριο ο κ. Τσίπρας γίνει κυβέρνηση ο ρόλος του θα είναι αποδυναμωμένος. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να βρει τρόπο να αντλήσει δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές. Ωστόσο τους τελευταίους τρεις μήνες οι στρόφιγγες της αγοράς έχουν κλείσει για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από την τρόικα, δηλαδή το ΔΝΤ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την ΕΚΤ, οι οποίες κατέχουν τα τρία τέταρτα του ελληνικού χρέους.
Το ΔΝΤ θα ζημιωθεί από τη διαγραφή των επισφαλών απαιτήσεων. Η Γερμανία ως ο μεγαλύτερος πιστωτής των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, δέχεται έντονες πιέσεις από τους ψηφοφόρους της να μην διασώσει «τους τεμπέληδες του νότου».
Άλλες χώρες που βρίσκονται κοντά στην ανάγκη ενός προγράμματος διάσωσης παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Κάθε ένδειξη ότι η ελληνική αντίδραση επιβραβεύεται θα δώσει ώθηση στα κόμματα αυτά των χωρών που στρέφονται κατά των μέτρων λιτότητας.
Ωστόσο οι πιστωτές θα επιμείνουν στους όρους τους και θα καλέσουν το ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχε εναντιωθεί εξαρχής. O κ. Τσίπρας μπορεί να έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι ένα χρέος άνω του 170% του ΑΕΠ είναι πολύ υψηλό για να το διαχειριστεί μια εύθραυστη οικονομία.
Αλλά με την Ε.Ε. τώρα να βρίσκεται πιο έτοιμη να αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο Grexit, η επόμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ -που θα θέλει να μείνει στο ευρώ- δε θα ρισκάρει να κρατήσει επιθετική στάση στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Βραχυπρόθεσμα στο καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν στο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια παραλλαγή του «επεκτείνω και… υποκρινόμαστε», το οποίο θα παρέχει οικονομική στήριξη στην Ελλάδα και οι πιστωτές θα αποζημιωθούν στο ακέραιο.
Μια τέτοια προσωρινή λύση μπορεί να κερδίσει χρόνο έως ότου οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες γίνουν περισσότερο ευνοϊκές για μια πιο ολοκληρωμένη λύση.
Το οικονομικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανησυχητικό. Τα προβλήματα της Ελλάδας προέρχονται από μια οικονομία που με τα χρόνια έγινε μη ανταγωνιστική. Η παρούσα κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτό το γεγονός με τη μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα και μεταρρυθμίσεις. Το σχέδιο του κ. Τσίπρα θα έθετε σε κίνδυνο την εξέλιξη του σύγχρονου κράτους που η Ελλάδα πολεμά να κτίσει από το τέλος της δικτατορίας το 1974.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ παραμένει πιθανή. Ότι η υπόλοιπη Ευρώπη δεν βλέπει αυτή την πιθανότητα ως απειλή κρίσης αποτελεί μια πραγματική πρόοδος. Αλλά για την Ελλάδα ο κίνδυνος παραμένει μεγάλος.