Τεράστια χρηματοδοτική τρύπα θα πρέπει να καλύψει η χώρα μας ακόμη και μετά την εκταμίευση της επόμενης δόσης στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής (7,2 δισ. ευρώ).
Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Eurobank, κενό στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχεται σε 20,4 δισ. ευρώ περίπου τα δύο επόμενα έτη (13,6 δισ. το 2015 και 6,9 δισ. το 2016).
Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε σχετική έκθεση της Διεύθυνσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, “το μέγεθος μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου τα επόμενα δύο έτη θα έπρεπε να ανέλθει σε τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ”.
Δυνητικά, η εν λόγω πιστωτική γραμμή θα μπορούσε να προέλθει από τον ESM (χρησιμοποιώντας πχ. έως 10,5 δισ. ευρώ από τα υφιστάμενα διαθέσιμα του ΤΧΣ) και από το ΔΝΤ (έως 12,5 δισ. ευρώ μέσω της χρήσης των υπολοίπων διαθεσίμων της παρούσας δανειακής σύμβασης με την Ελλάδα). Η ανωτέρω δομή δεν θα απαιτούσε νέα χρηματοδότηση (πέραν και πλέον των υφιστάμενων δανειακών διαθεσίμων) και ενδεχομένως, στο βαθμό που θα διευκόλυνε την επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές, δεν θα ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου.
Στην έκθεση, που επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Chief Market Economist της Eurobank, επισημαίνεται πως οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν: α) τη λήξη της υφιστάμενης δανειακής σύμβασης κατόπιν της ολοκλήρωσης της παρούσας (εκκρεμούς) αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής και της εκταμίευσης της επόμενης δόσης στο 1ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, β) την έλλειψη νέου δανεισμού από τις αγορές (πχ. μέσω της έκδοσης μεσο-μακροπρόθεσμων κυβερνητικών ομολόγων) την επόμενη διετία, και γ) την επίτευξη των υφιστάμενων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και τα έσοδα του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Επισημαίνεται πως υπό τις παρούσες συνθήκες, το δημοσιονομικό κενό της Γενικής Κυβέρνησης αυξάνεται κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ ετησίως για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα τυχόν απόκλισης (υστέρησης) από το δημοσιονομικό στόχο (πρωτογενές πλεόνασμα 3,0% του ΑΕΠ το 2015 και 4,5% του ΑΕΠ το 2016).
Στην έκθεση της Eurobank αναφέρεται πως η παροχή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2015 θα διευκόλυνε την κάλυψη των δανεικών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης (κατά 2,2 δισ. την περίοδο 2015-16 και κατά 15 δισ. ευρώ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, σύμφωνα με την υποθετική δομή ενός τέτοιου πακέτου που αναλύεται στην παρούσα μελέτη).
Σημειώνεται εδώ ότι η Ελλάδα απολαμβάνει ήδη 10ετή περίοδο χάριτος στις πληρωμές χρεολυσίων επί των διμερών δανείων που έλαβε από τις χώρες της ευρωζώνης στο πλαίσιο του 1ου προγράμματος προσαρμογής (σύνολο δανείων 52.9 δισ. ευρώ) καθώς και στις πληρωμές τοκοχρεολυσίων επί του μεγαλύτερου μέρους των δανείων του EFSF (113.7 δισ. επί συνόλου δανείων ύψους 143.7 δισ. ευρώ).
Επίσης, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις μας το μέσο ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο επί του συνόλου του ελληνικού δημοσίου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί σε περίπου 3% την επόμενη 5ετία, παραμένοντας μεταξύ των χαμηλότερων στην ευρωζώνη (πχ. έναντι περίπου 3,5% για την Πορτογαλία, 3,8% για την Ισπανία και 4,4% για την Ιταλία). Παρόλα αυτά, η μέση ετήσια δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδας για την πληρωμή τόκων την επόμενη 5ετία, αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 5,0% έναντι περίπου 3,6% στην Ισπανία, 4,1% στην Πορτογαλία και περίπου 5,5% στην περίπτωση της Ιταλίας.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις συνηγορούν στην αναγκαιότητα περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους από τους επίσημους δανειστές, με στόχο την περαιτέρω απομείωσή του σε όρους καθαρής τρέχουσας αξίας καθώς και την εξομάλυνση του χρονικού προφίλ των χρηματοδοτικών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης που αναμένεται να παρουσιάσει σημαντική αύξηση μετά το πέρας της προαναφερθείσας (υφιστάμενης) 10ετούς περιόδου χάριτος επί των πληρωμών τοκοχρεολυσίων δηλ. μετά τα έτη 2022-23.
Τέλος, “κρίνεται απολύτως αναγκαία η συνέχιση των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα, τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και την τόνωση της επιχειρηματικότητας με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του εξαγωγικού προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας”.