Ισχυροί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, αύξηση των πιστώσεων, μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις, αλλά και χαμηλό κόστος δανεισμού είναι τα συστατικά για να επιτύχει η Ελλάδα σημαντική αύξηση των επενδύσεων.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση της Eurobank, μέχρι το 2020 το μερίδιο των συνολικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί από 12,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα ετήσια στοιχεία του 2013 στο 19,0% δηλαδή προσεγγιστικά κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες.
Αναλυτικά, στην ανακοίνωσή της η τράπεζα αναφέρει:
Μετά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την επερχόμενη βαθιά ύφεση κατά τηνπερίοδο 2007-2013, η διάρθρωση του προϊόντος της ελληνικής οικονομίας άλλαξε σημαντικά. Οι επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης στη συνιστώσα των επενδύσεων ήταν συντριπτικές. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ(σχηματισμός ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου) σημείωσαν τη μεγαλύτερη υποχώρηση, από 26,6% το 2007 σε μόλις 12,1% του ΑΕΠ το 2013. Η μεγάλη αυτή μείωση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού πραγματικού κεφαλαίου (μηχανολογικός εξοπλισμός, κατοικίες, κτίρια) της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία τριετία (2011-2013), έπειτα από 50 συναπτά έτη ανοδικής τροχιάς (1960-2010).
Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα έτη είναι όχι μόνο η αποτελεσματικότερη κατανομή των παραγωγικών της πόρων, αλλά και ταυτόχρονα η αύξηση των παραγωγικών της δυνατοτήτων δια μέσου της αύξησης του πραγματικού κεφαλαίου.Στην κατεύθυνση αυτή, αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι η εφαρμογή ενός νέου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας, το οποίο να στηρίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό (τουλάχιστον από την πλευρά της ζήτησης) στις συνολικές επενδύσεις (ήτοι στον ακαθάριστοσχηματισμό παγίου κεφαλαίου).
Στην παρούσα μελέτη εκτιμάται η δυνητική εξέλιξη της αξίας των συνολικών επενδύσεων στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την επόμενη επταετία. Χρησιμοποιώντας ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για να επιτευχθεί σημαντική αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά τα επόμενα έτη η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αύξηση των πιστώσεων, μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις, αλλά και χαμηλό κόστος δανεισμού.
Πιο συγκεκριμένα, η εργασία πρώτα εκτιμά οικονομετρικά τη σχέση ανάμεσα στο μερίδιο των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ετήσιες μεταβολές του ρυθμού μεγέθυνσης. Εν συνεχεία, εξετάζουμε τη σχέση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ με το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο, τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και την ετήσια μεταβολή του εταιρικού φορολογικού συντελεστή. Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, και κάνοντας κάποιες βασικές παραδοχές για την πορεία των ερμηνευτικών μεταβλητών για την επόμενη επταετία, πραγματοποιούμε αντίστοιχες προβλέψεις για το μερίδιο των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα συμπεράσματα της οικονομετρικής μελέτης είναι τα ακόλουθα:
1. Επιβεβαιώνεται η θετική και στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του ετήσιου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα, μια μόνιμη μοναδιαία αύξηση του ρυθμού μεταβολής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνδέεται με μια αύξηση του μεριδίου των συνολικών επενδύσεων στο ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε βάθος χρόνου.
2. Υπάρχει μια αρνητική και στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ του ποσοστού των συνολικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ και του κόστους κεφαλαίου (όπως αυτό μετράται από το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο) καθώς και της φορολογίας επιχειρήσεων (όπως αυτό απεικονίζεται από την ετήσια μεταβολή στο φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων). Αντιθέτως, από την ανάλυση προκύπτει θετική και στατιστικά σημαντική σχέση με την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις.
3. Σύμφωνα με το βασικό μας σενάριο προβλέπουμε ότι μέχρι το 2020 το μερίδιο των συνολικών επενδύσεων προς το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί από 12,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα ετήσια στοιχεία του 2013 στο 19,0% δηλαδή προσεγγιστικά κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή η πρόβλεψη προϋποθέτει ένα μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξεως του 3,3% κατά την περίοδο 2015-2020, μια μείωση του μέσου πραγματικού επιτοκίουστο 4% μέχρι το τέλος του 2020, με μια σταδιακή βελτίωση στον ετήσιο ρυθμό αύξησης των ιδιωτικών πιστώσεων στο2%και μια σταδιακή μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή προς το 22% το 2020. Με βάση τα προαναφερθέντα αποτελέσματα και τις επίσημες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ε.Ε.), το επίπεδο των επενδύσεων θα μπορούσε να αυξηθεί από €22,1 δις το 2013 σε €42,0 δις το 2019, σημειώνοντας δηλαδή μια σωρευτική αύξηση της τάξεως του 90%.
4. Στο σενάριο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης της χώρας -η οποία περιλαμβάνει ένα μέσο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξεως του 4% έως το 2020, ένα πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο στα επίπεδα του 1%, την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των ιδιωτικών πιστώσεων στο 4% καιμεγαλύτερης μείωσης του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων προς το 15% το 2020- θα οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 20,6% στο τέλος του 2020.
5. Στο απαισιόδοξο σενάριο, όπου ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ δεν ξεπερνά το 2%, το πραγματικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο παραμένει πάνω από τα επίπεδα του 8%, τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να μειώνονται σε ετήσια βάση και ο φορολογικός συντελεστής παραμένει αμετάβλητος στο 26%, τότε οι συνολικές επενδύσεις θα ανέλθουν μόλις στο 16,8% του ΑΕΠ κατά το 2020.