Ως μοχλός πίεσης για την διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές λειτουργούν οι τράπεζες, καθώς, όπως εκτιμά η HSBC, ο κίνδυνος το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να μείνει χωρίς ρευστότητα μπορεί να αναγκάσει τη διαπραγματευτική γραμμή σε υποχώρηση στα αιτήματα του Eurogroup.
Η HSBC εντοπίζει τρία σημεία διαφωνίας:
– Μια σαφής άρνηση από την πρόσφατα εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει και να αποδεχθεί μια απλή επέκταση του τρέχοντος προγράμματος, όπου το μόνο περιθώριο ελιγμών είναι η ενσωματωμένη ευελιξία της υφιστάμενης συμφωνίας δανειοδότησης.
– Η απροθυμία από το Eurogroup να δεχθεί μια χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων για το 2015.
– Μια διαφωνία σχετικά με το ποιος πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα.
Τι γίνεται από εδώ και πέρα:
Την Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ θα επανεξετάσει τους όρους χρήσης του ELA που επιτρέπει στην εθνική κεντρική τράπεζα να παράσχει στις ελληνικές τράπεζες κεφάλαια. Η ΕΚΤ έχει ήδη θέσει το όριο στα 65 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, η ΕΚΤ μπορεί να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να αυξήσει το ποσό χρήσης του ELA. Εάν η ΕΚΤ δεν αυξήσει το ανώτατο όριο τότε θα μπορούσε να υπάρξει περαιτέρω πίεση στις τράπεζες από τις εκροές καταθέσεων.
Η πραγματική προθεσμία για το πότε το τρέχον πρόγραμμα λήγει είναι εκείνη του Σαββάτου, 28 Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία το Eurogroup επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα θα χάσει επίσης την πρόσβαση στο υπόλοιπο των 10,8 δισ. ευρώ, από τα κεφάλαια ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει επικείμενες χρηματοδοτικές ανάγκες, πέραν της αποπληρωμής του 1,1 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ το Μάρτιο. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να αποφύγει να υποστεί την ταπείνωση του να ζητήσει παράταση του τρέχοντος προγράμματος, αφήνοντας το πρόγραμμα να λήξει και, στη συνέχεια, να ζητήσει ένα νέο.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν δύο στοιχεία που κινούνται ενάντια σε αυτό το σενάριο:
– Πρώτον, ο Dijsselbloem έκανε σαφές ότι κάθε νέο πρόγραμμα θα πρέπει να βασίζεται σε αυστηρές προϋποθέσεις και με την ίδια αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και του σταθερού χρηματοπιστωτικού τομέα.
– Εάν οι εκροές καταθέσεων αυξηθούν ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσε να μείνουν χωρίς ρευστότητα, ακόμη και αν η ΕΚΤ συνεχίζει να παρέχει πρόσβαση στον ELA. Αυτό θα καθιστούσε επίσης δύσκολο για τις τράπεζες να αγοράσουν πιθανά πρόσθετα έντοκα γραμμάτια.
Ακόμα και μετά την κατάρρευση των συνομιλιών, ο Γ. Βαρουφάκης επέμεινε ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, με δεδομένο το ισχυρό μήνυμα που δόθηκε από το Eurogroup, θα μπορούσε να αναγκαστεί στο τέλος να δεχτεί πολύ δύσκολες συνθήκες, αν θέλει να καταλήξει σε μια συμφωνία με την ευρωζώνη.
Αν περιμένει, η κατάσταση του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε σύντομα να επιδεινωθεί, εξέλιξη που μπορεί να καταστήσει επιβεβλημένους τους ελέγχους κεφαλαίων, οι οποίοι δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ και ως εκ τούτου θα απαιτούσαν έγκριση από την ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ θα ασκήσει περαιτέρω πιέσεις στην Ελλάδα για την αποδοχή ενός προγράμματος.
Εάν οδηγηθεί η κατάσταση σε αυτά τα επίπεδα, αυξάνεται η πιθανότητα η Ελλάδα τελικά να αποφασίσει ότι οι όροι που επιβάλλονται είναι πολύ σκληροί και να αναγκαστούν να εξετάσουν άλλες επιλογές, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας ακόμη και της εξόδου από το ευρώ, καταλήγει η HSBC.