Ευάλωτοι οι Έλληνες παραγωγοί γαλακτοκομικών εξαιτίας υψηλού ανταγωνισμού και λειτουργικού κόστους
Η επικείμενη (31/3) κατάργηση του καθεστώτος γαλακτομικών ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί μεν να θεωρηθεί ως θετική πρόκληση για τον ελληνικό κτηνοτροφικό κλάδο, ωστόσο εντείνονται οι φόβοι ότι το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που θα δημιουργηθεί εντός της ΕΕ θα οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις τιμών, σε βαθμό μάλιστα που θα εξαναγκάσει μερίδα αγελαδοτρόφων να εγκαταλείψει το επάγγελμα, καθώς την εγχώρια Αγορά θα κατακλύσει φθηνό γάλα από τις μεγάλες παραγωγούς βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Γεγονός είναι ότι, στην χώρα μας, ο συγκεκριμένος κτηνοτροφικός τομέας, αυτός δηλαδή της αγελαδοτροφίας, κατά τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται σκληρά, μη δυνάμενος να ικανοποιήσει ούτε τις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης γάλακτος και συναφών προϊόντων (υπολείπονται περί τους 900.000 τόνους γάλακτος). Έτσι η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να καλύπτει την ζήτηση που προκύπτει μέσω εισαγωγών από γείτονες ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Εν όψει της λήξης, στις 31 Μαρτίου, του καθεστώτος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων της ΕΕ, που θεσπίστηκε κατά την δεκαετία του ’80 με σκοπό την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πλεονασματικής παραγωγής, οι Έλληνες αγελαδοτρόφοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν νέες, πολύ πιο απαιτητικές, συνθήκες ανταγωνισμού, παρά την υπολογιζόμενη αύξηση της ζήτησης γαλακτοκομικών προϊόντων κατά 2% σε παγκόσμια κλίμακα, μέχρι το 2023, και τις σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου. Κι αυτό διότι η συμπίεση των τιμών, λόγω ακριβώς του οξύτατου ανταγωνισμού, θα συνθλίψει τις «ασθενικές» ελληνικές παραγωγικές μονάδες.
Γεγονός είναι ότι τα τυροκομικά προϊόντα, αλλά και αυτά που έχουν να κάνουν με την εξειδικευμένη διατροφή αθλητών ή τα γνωστά διαιτητικά σκευάσματα, εμφανίζονται με εξαιρετικές προοπτικές, όσον αφορά την ζήτηση. Αυτό είναι απολύτως γνωστό στην Επιτροπή Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο, σε σχετική έκθεση, αναγνωρίζει την ευάλωτη θέση των μικροπαραγωγών κυρίως λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους και του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόστους παραγωγής.