Ο τζίρος της αγοράς μειώθηκε 8% μέσα σε μια διετία, ενώ πολλά καταστήματα έβαλαν λουκέτο
Δ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ: «Πολλοί κωδικοί έχουν ήδη καταργηθεί»
Η οικονομική κρίση «κατάπιε» και τα βιολογικά προϊόντα με τη ζήτησή τους να παρουσιάζει όλο και περισσότερο φθίνουσα πορεία. Η στροφή που είχαν κάνει οι καταναλωτές στην πιο υγιεινή διατροφή και σε τρόφιμα απαλλαγμένα από φυτοφάρμακα και άλλες επιβλαβείς για τον οργανισμό ουσίες την δεκαετία του 2000, έχει ατονήσει με αποτέλεσμα τα βιολογικά προϊόντα να έχουν μετατραπεί σε «είδος πολυτελείας».
Παρά το γεγονός ότι οι παραγωγοί έχουν ρίξει έως και 30% τις τιμές και οι λιανέμποροι προσπαθώντας να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα αύξησαν τις προσφορές για να καταστήσουν τα βιολογικά προϊόντα πιο ελκυστικά στα ράφια τους, το καταναλωτικό κοινό παραμένει διστακτικό.
Ο τζίρος της αγοράς των βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα υπολογίζεται σήμερα κοντά στα 90 εκατ. ευρώ, μειωμένος έως και 8% έναντι των δύο περασμένων ετών, οπότε και κυμαινόταν λίγο πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ.
«Σήμερα ακόμη και στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχουν περιοριστεί οι ειδικές γωνιές στις οποίες τοποθετούνταν τα βιολογικά προϊόντα, ενώ πολλοί κωδικοί έχουν καταργηθεί» υποστηρίζει στην «Deal», ο πρόεδρος του Δικτύου Βιολογικών Προϊόντων, Δημήτρης Συμεωνίδης.
Την ίδια ώρα τα περισσότερα καταστήματα λιανικής πώλησης έκλεισαν, οι ειδικές λαϊκές αγορές που στήνονταν για την προώθηση και πώληση των βιολογικών προϊόντων έχουν περιοριστεί, ενώ σύμφωνα με μελέτη της IBHS τα συνολικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων 39 μεγάλων επιχειρήσεων το 2013 υποχώρησαν κατά 14,7% στα 6,19 εκατ. ευρώ.
Ο Δημήτρης Συμεωνίδης τονίζει ότι «πριν καλά-καλά ο Έλληνας συνειδητοποιήσει την αξία των βιολογικών προϊόντων, ήρθε η περίοδος της κρίσης που παρέσυρε και τον κλάδο, με αποτέλεσμα εδώ και πέντε χρόνια σταδιακά το ενδιαφέρον να ατονεί όλο και περισσότερο. Τόσο από την πλευρά των επιχειρηματιών για να ασχοληθούν με τις βιολογικές καλλιέργειες, όσο και των καταναλωτών για να αγοράσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στη Θεσσαλονίκη που προ ετών λειτουργούσαν περίπου 74 πιστοποιημένα καταστήματα, τώρα υπάρχουν μόλις πέντε, ενώ και στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις και στην Αθήνα τα καταστήματα έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια».
Από καταστήματα που… φύτρωναν σαν τα μανιτάρια πριν από μερικά χρόνια τώρα έχουμε περάσει στη φάση του μαρασμού των βιολογικών προϊόντων. Καμία σύγκριση η σημερινή εικόνα με εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν ακόμη η ελληνική οικονομία διένυε εποχές «παχέων αγελάδων» και η αγορά των βιολογικών προϊόντων θεωρήθηκε ως ευκαιρία για τον επιχειρηματικό κόσμο.
Εδώ και τρία χρόνια όμως, στην «καρδιά» της οικονομικής κρίσης, το ενδιαφέρον των βιοκαλλιεργητών έχει ατονήσει σε σχέση με το παρελθόν, ενώ και οι καταναλωτές με την αγοραστική τους δύναμη να έχει μειωθεί δραματικά, έχουν «επιστρέψει» στην αγορά των συμβατικών προϊόντων που είναι και φθηνότερα κατά 20%- 30%.
ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΕΣ
Οι βιοκαλλιεργητές στην Ελλάδα μειώνονται όλο και περισσότερο, σύμφωνα με τον κ. Συμεωνίδη. «Η έλλειψη μιας ενιαίας στρατηγικής τιμολόγησης των βιολογικών προϊόντων και το υπάρχον σύστημα πιστοποιήσεων δεν βοηθούν στο να αναστραφεί η συγκεκριμένη τάση» όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Τα στρέμματα που καλλιεργούνται στην χώρα μας πλέον χωρίς φυτοφάρμακα και άλλες χημικές ουσίες, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βαίνουν μειούμενα. Από το 2007 οπότε και καλλιεργούνταν βιολογικά 2.798.950 στρέμματα, έπεσαν στα 2.132.760 στρέμματα το 2011 και η πτωτική αυτή τροχιά συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι η γκάμα των παραγόμενων και πωλούμενων βιολογικών προϊόντων είναι διευρυμένη (από αλεύρι και ζυμαρικά μέχρι μέλι, λάδι, κρασί, βασιλικό πολτό κ.α.), τα αυξημένα έξοδα για τον παραγωγό μέσα στην κρίση είναι αυξημένα και αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση των πωλήσεων στα ράφια καθιστά την δραστηριότητά του ζημιογόνα στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Ακόμη και όσοι έχουν μείνει στη βιολογική καλλιέργεια και δεν έχουν «επιστρέψει» στις συμβατικές, σύμφωνα με τον κ. Συμεωνίδη, στηρίζονται κυρίως στις εξαγωγές για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι τα είδη βιολογικών έχουν πολλαπλασιαστεί, η χώρα μας παραμένει κατά κύριο λόγο εισαγωγέας και όχι παραγωγός. Τα ελληνικά προϊόντα έχουν έτσι να ανταγωνιστούν και τα εισαγόμενα, τα οποία είναι φθηνότερα ως προς την τιμή τους κατά κύριο λόγο. Οι βασικότερες χώρες από τις οποίες εισάγονται βιολογικά προϊόντα είναι η Λατινική Αμερική, η Γερμανία (αν και δεν παράγει, αλλά τυποποιεί), η Γαλλία και η Ιταλία.
Άλλο ένα στοιχείο που δείχνει πως το ενδιαφέρον για τον κλάδο έχει ατονήσει είναι πως ακόμη και το Δίκτυο Βιολογικών Προϊόντων που είχε συσταθεί προ ετών, σήμερα υπολειτουργεί και αυτό χάρη στην εθελοντική στήριξη ανθρώπων που πιστεύουν ακόμη στις προοπτικές του κλάδου.
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Τα διατροφικά σκάνδαλα έπληξαν την καταναλωτική εμπιστοσύνη
Εκτός από την οικονομική κρίση, ένας ακόμη σημαντικός λόγος για τη φθίνουσα πορεία του κλάδου των βιολογικών προϊόντων είναι και τα διατροφικά σκάνδαλα που ξέσπασαν σε χώρες του εξωτερικού, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών διεθνώς.
Μάλιστα, η Κομισιόν για να αποκαταστήσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη θα επικαιροποιήσει όλη τη σχετική οδηγία για τη βιολογική παραγωγή τροφίμων. Θα καταργηθούν οι μέχρι τώρα επιτρεπόμενες εξαιρέσεις, θα μειωθεί η χρήση συμβατικών ζωοτροφών ή σπόρων και θα αυστηροποιηθεί το όριο υπολειμμάτων σε φυτοφάρμακα ή γενετικά τροποποιημένων προϊόντων.
Όλα αυτά επηρέασαν και τους Έλληνες καταναλωτές, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να δυσπιστούν για την ποιότητα των βιολογικών προϊόντων. Όμως, οι εγχώριοι παραγωγοί τους προτρέπουν όταν αγοράζουν βιολογικά, να ζητούν και τα πιστοποιητικά του προϊόντος, που οφείλουν να έχουν οι παραγωγοί ως πειστήρια για την ασφάλεια των αγαθών που πωλούν.