Ήλθον, είδον και απήλθον… με άδεια χέρια. Με αυτόν τον τρόπο αν και λίγο πιο… γλαφυρά χαρακτηρίζει ο Πολ Μέισον, του Channel 4, το “βατερλό” στο οποίο κατέληξε η χθεσινή συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ.
Στο μπλογκ του ο γνωστός δημοσιογράφος αναφέρει ότι παρά την ηρεμία και τα χαμόγελα των Ελλήνων η συμφωνία ήταν πικρή καθώς τέσσερις μήνες προσπαθειών να πείσουν τους δανειστές για λιγότερη λιτότητα δεν κατέληξε πουθενά.
Η Ελλάδα έλαβε λοιπόν τελεσίγραφο, γράφει, αλλά, όπως εκτιμά, αυτό δεν ήταν και τόσο κακό.
Ένας στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος περί το 1% για φέτος σε μια οικονομία που συρρικνώνεται δείχνει ιδιαίτερα αισιόδοξο αλλά είναι σημαντικά χαμηλότερο από το 3%-4% που ζητούσαν προηγούμενως.
Ο ΦΠΑ δύο ταχυτήτων θα καταφέρει να συγκεντρώσει χρήματα από τους πιο φτωχούς Έλληνες, αλλά ο φόρος πρέπει να αυξηθεί σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται εκτός της χώρας και που δυσκολεύεται να συγκεντρώσει τους φόρους από τις επιχειρήσεις.
Αλλά οι πιο δύσκολες στην εφαρμογή λεπτομέρειες είναι οι απαιτήσεις των δανειστών που ζητούν μείωση των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ, αν και, η συμφωνία φαίνεται να ξεκαθαριζει ότι αν η κυβέρνηση δεν θέλει να “χτυπήσει” τους συνταξιούχους θα πρέπει να “χτυπήσει” κάποια άλλη ομάδα.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Έλληνα πρωθυπουργό, τονίζει ο Mason, είναι αυτά που δεν προσφέρθηκαν στην Ελλάδα, όπως η ελάφρυνση του χρέους.
Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Ελλάδα δεν θα έρθει αντιμέτωπη με ακόμα σκληρότερους όρους τον Ιούλιο.
“Το πρόβλημα είναι ότι η προτεινόμενη συμφωνία είναι σε κάθε μετρήσιμο μέγεθος μη βιώσιμη. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν τρόπο να ξεφύγει από την ύφεση.
Η εσωτερική υποτίμηση δεν παράγει ανάπτυξη”, συνεχίζει παραθέτοντας δηλώσεις Ελλήνων για τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τις διαπραγματεύσεις και τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα βαθιά διχασμένη ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά.
Ο Μέισον καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της. “Η Ελλάδα είναι δημοσιονομικά μη βιώσιμη και πολιτικά έχει παραλύσει. Στο μεταξύ, στα σύνορά της με την Τουρκία αντιμετωπίζει ένα νέο κύμα μεταναστών που μετά βίας μπορεί να αντιμετωπίσει”.