Οι επιδράσεις των ελάχιστων μισθών στην απασχόληση, η χρήση των μετρητών και των ηλεκτρονικών τρόπων πληρωμής στην οικονομία και η εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων εξετάζονται, μεταξύ άλλων, στο τεύχος Ιουλίου του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, στο 41ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τέσσερις μελέτες:
Κώστας Ν. Κανελλόπουλος: “Οι επιδράσεις των ελάχιστων μισθών στους μισθούς και στην απασχόληση”
Η μελέτη προσφέρει μια περιγραφική εξέταση της εξέλιξης των ελάχιστων μισθών, των μέσων μισθών και της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία, αξιοποιώντας δημοσιευμένα στοιχεία του ΙΚΑ για τους μισθούς και την απασχόληση, καθώς και στοιχεία για τους ελάχιστους μισθούς. Κατόπιν, παρουσιάζει οικονομετρικές εκτιμήσεις για τη σχέση μεταξύ ελάχιστων και μέσων μισθών, καθώς και για τη σχέση μεταξύ ελάχιστων μισθών και απασχόλησης. Στις τελευταίες εκτιμήσεις, ως βασική ερμηνευτική μεταβλητή της απασχόλησης χρησιμοποιείται ο “δείκτης Kaitz”, δηλαδή ο λόγος του ελάχιστου προς το αντίστοιχο μέσο ημερομίσθιο.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι οι ελάχιστες αμοιβές αφορούν αξιόλογο ποσοστό εργαζομένων, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους και στις μικρές επιχειρήσεις (απασχόληση κάτω από 10 άτομα), ενώ εκτιμάται ότι επηρεάζουν σημαντικά και τους μέσους μισθούς τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Συνεπώς, για να είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά αποτελεσματικές οι όποιες αυξήσεις των ελάχιστων αμοιβών, θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα και στις μέσες αμοιβές εργασίας.
Επιπλέον, εκτιμάται ότι οι αυξήσεις των ελάχιστων μισθών μειώνουν την απασχόληση για αμφότερα τα φύλα. Συγκεκριμένα, η εκτιμώμενη ελαστικότητα απασχόλησης ως προς τον ελάχιστο σχετικό μισθό υπολογίζεται σε περίπου -0,17. Συνάγεται ότι, στην σημερινή συγκυρία με την ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, για την πολιτική απασχόλησης ως πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να ιεραρχείται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης με τον σημερινό ελάχιστο μισθό, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και των προσλήψεων, παρά η άμεση βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων μέσω της δραστικής αύξησης του ελάχιστου μισθού, αφού διαφαίνεται ότι η εργασία των τελευταίων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα γινόταν επισφαλέστερη.
Ευαγγελία Γεωργίου: “H χρήση των μετρητών και των ηλεκτρονικών τρόπων πληρωμής στην οικονομία”
Η μελέτη εξετάζει κατά πόσον η ευρύτερη υιοθέτηση ηλεκτρονικών τρόπων πληρωμής και η μεγαλύτερη ενοποίηση των αγορών πληρωμών λιανικής οδηγούν σε μακροοικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Κατ’ αρχάς, παρουσιάζεται μια επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας και στη συνέχεια αναλύονται τα διαθέσιμα στοιχεία για τις πληρωμές λιανικής στην Ελλάδα.
Την τελευταία δεκαετία, οι αγορές λιανικών πληρωμών αναπτύχθηκαν με γρήγορο ρυθμό διεθνώς, υποβοηθούμενες από τις τεχνολογικές εξελίξεις και καινοτομίες. Στην Ευρώπη, οι ηλεκτρονικές πληρωμές, και ιδίως η χρήση χρεωστικών καρτών, γίνονται ολοένα πιο δημοφιλείς. Παράλληλα, έχει υιοθετηθεί σειρά μέτρων προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ενοποιημένης και ανταγωνιστικής αγοράς λιανικών πληρωμών στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των αγορών λιανικών πληρωμών των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτές αφορούν αφενός το βαθμό χρήσης των μετρητών και αφετέρου την επιλογή μεταξύ των διαφόρων εναλλακτικών μέσων πληρωμών. Η χρήση των μετρητών παραμένει υψηλή σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος.
Οι σχετικές εκτιμήσεις καταδεικνύουν ότι το κοινωνικό κόστος των πληρωμών δεν είναι αμελητέο και ότι στις χώρες όπου μεγάλος αριθμός πληρωμών διενεργείται ηλεκτρονικά το κόστος αυτό είναι χαμηλότερο. Στην περίπτωση της Ελλάδος, τα διαθέσιμα στοιχεία αποτυπώνουν το υψηλό κοινωνικό κόστος των πληρωμών λιανικής, που προκύπτει από την ιδιαίτερα εκτεταμένη χρήση των μετρητών. Κατά συνέπεια, οι συμμετέχοντες στην αλυσίδα πληρωμών θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση ασφαλών, εύχρηστων και αποτελεσματικών μέσων πληρωμών και στη βελτίωση των πρακτικών και των εσωτερικών διαδικασιών που ακολουθούν στην παραγωγική αλυσίδα των πληρωμών, ώστε να επωφεληθούν από τις σχετικές οικονομίες κλίμακας ή φάσματος και να συμβάλουν στην εύρυθμη λειτουργία και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Φαίδων Καλφάογλου: “Εναλλακτικές προσεγγίσεις για την εξυγίανση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων. Ανάλυση περιπτώσεων”
Η ένταση των τραπεζικών κρίσεων των τελευταίων δεκαετιών συχνά ανάγκασε τις κυβερνήσεις σε άμεση παρέμβαση για την ανάταξη του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των καταθετών. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των κρίσεων ήταν η υπέρμετρη διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η μελέτη παρουσιάζει τις δύο εναλλακτικές μορφές παρέμβασης για την αναδιάρθρωση των προβληματικών χαρτοφυλακίων: α) την “εκτός ισολογισμού παρέμβαση”, τη μεταβίβαση δηλαδή όλων των προβληματικών στοιχείων των τραπεζών σε μια “κακή τράπεζα” και την κεντρική διαχείρισή τους από εξειδικευμένη εταιρία και β) την “εντός ισολογισμού παρέμβαση”, την απομόνωση δηλαδή των προβληματικών στοιχείων εντός του ισολογισμού των τραπεζών και τη διαχείρισή τους από εξειδικευμένες μονάδες ή θυγατρικές των ίδιων των τραπεζών, με τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων. Η μελέτη αναλύει τη διεθνή εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών και εξετάζει υπό ποιες συνθήκες η κάθε μορφής παρέμβαση επιτρέπει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων και εξασφαλίζει την ταχύτερη αποκατάσταση της χρηματοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών.
Διαπιστώνεται ότι το τελευταίο διάστημα προκρίνεται συνήθως η “εκτός ισολογισμού” προσέγγιση. Η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συντελεί στην ταχεία αποκατάσταση των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων των τραπεζών, ενώ μια “κακή τράπεζα” μπορεί να εκμεταλλευθεί οικονομίες κλίμακας στη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε άμεσα διαθέσιμη η αναγκαία τεχνογνωσία και εμπειρία, ενώ απαιτείται η διασφάλιση συνθηκών διαφάνειας και λογοδοσίας.
Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση των προβληματικών στοιχείων εντός της κάθε τράπεζας πλεονεκτεί κατά το ότι διατηρείται η συνέχεια της τραπεζικής σχέσης με ιδιώτες και επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η σχέση βασίζεται σε υγιείς τραπεζικές πρακτικές. Μειονεκτεί λόγω του ότι ενέχει μειωμένα κίνητρα για εξυγίανση, ως αποτέλεσμα τόσο της επιθυμίας να μη διαταραχθεί η τραπεζική σχέση όσο και των αντικειμενικών δυσκολιών που προκύπτουν στην εφαρμογή ενός διαφορετικού επιχειρηματικού μοντέλου διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Οι δυσκολίες αυτές είναι αντιμετωπίσιμες, εφόσον το νομικό πλαίσιο διευκολύνει την ταχεία λήψη αποφάσεων και σέβεται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Σοφία Λαζαρέτου: “Πώς η χρήση των ιστορικών μακροοικονομικών χρονολογικών σειρών στηρίζει την οικονομική ανάλυση και το σχεδιασμό πολιτικής; Η νέα ελληνική ιστορική στατιστική βάση 1833-1949 ως μέρος της μεγάλης στατιστικής βάσης των χωρών της ΝΑ Ευρώπης”
Τροχοπέδη για τη συστηματική μελέτη της νομισματικής ιστορίας του νεότερου ελληνικού κράτους ήταν η έλλειψη και η μη συστηματική συλλογή στατιστικών δεδομένων. Προς άρση αυτής της αδυναμίας, από το 2006 η Τράπεζα της Ελλάδος εργάστηκε, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού δικτύου ευρωπαϊκών εθνικών κεντρικών τραπεζών, για τη δημιουργία για πρώτη φορά μιας πλήρους, εναρμονισμένης και συγκρίσιμης μακροχρόνιας στατιστικής βάσης για κρίσιμα μακροοικονομικά και νομισματικά μεγέθη των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μέρος της μεγάλης αυτής στατιστικής βάσης αποτελεί η ελληνική βάση, που καλύπτει μια περίοδο 100 και πλέον ετών (1833-1949).
Η μελέτη αποσκοπεί στην παρουσίαση της ελληνικής στατιστικής βάσης και στην ανάδειξη της σημασίας της για την εμπειρική τεκμηρίωση των διαχρονικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας και την αξιολόγηση της ασκηθείσας πολιτικής. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ανάλυση συγκεκριμένων παραδειγμάτων πολιτικής, με τη χρήση ποσοτικών στοιχείων όπως είναι οι νομισματικοί δείκτες, το κόστος δανεισμού και τα δημοσιονομικά μεγέθη. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι το νήμα της νομισματικής ιστορίας της Ελλάδος ήταν εν πολλοίς κοινό με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Χαρακτηρίζεται δε από την επανειλημμένη προσπάθεια ένταξης της χώρας σε μια οικονομική και νομισματική λέσχη ισχυρών οικονομιών. Η υιοθέτηση μιας νομισματικής “άγκυρας” υπαγορευόταν από την ανάγκη ενθάρρυνσης του εξωτερικού εμπορίου και προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, καθώς και από την προσπάθεια τερματισμού περιόδων έντονης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Οι στατιστικές σειρές δείχνουν ότι το όφελος ήταν μετρήσιμο και σημαντικό, όπως αποτυπώνεται από το μειωμένο κόστος δανεισμού που αντανακλά την ευκολία άντλησης φθηνών δανειακών κεφαλαίων, τα οποία ήταν απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης λόγω του πολύ χαμηλού επιπέδου εθνικής αποταμίευσης. Σημαντικοί ήταν, ωστόσο, και οι κίνδυνοι που ελλόχευαν, σε εκείνες μάλιστα τις περιπτώσεις που η ένταξη της χώρας δεν συνοδευόταν πάντοτε από τη λειτουργία στέρεων και αξιόπιστων δημοσιονομικών και νομισματικών θεσμών.
Η διάθεση της νέας αυτής στατιστικής βάσης στη διεθνή επιστημονική κοινότητα προσδοκάται ότι θα διευκολύνει τη συστηματική μελέτη θεμάτων οικονομικής, νομισματικής και τραπεζικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδος.
Στο 41ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων εργασίας” τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου 2015 – Ιουνίου 2015.