Οι αποδοχές των έμμισθων δικηγόρων, δηλαδή των δικηγόρων, που εργάζονται με πάγια αντιμίσθια στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στους ΟΤΑ, τις Τράπεζες, κ.λπ., θα επιβαρύνονται με ΦΠΑ 23%, όπως έκρινε το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 909/2011 απόφασή του. Κατά συνέπεια με ΦΠΑ 23% θα επιβαρύνονται οι αμοιβές των “μαχόμενων” ελεύθερων δικηγόρων, όσο και των εμμίσθων δικηγόρων.
Ειδικότερα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε προσφύγει ο δικηγόρος Αθηνών, Παν. Γιαννόπουλος, υποστηρίζοντας ότι τόσο η από 24.6.2010 εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών, όσο και οι διατάξεις του Ν. 3842/2010 με τις οποίες οι δικηγόροι υπάγονται στο καθεστώς ΦΠΑ, είναι πολλαπλά αντισυνταγματικές και παράνομες.
Ο κ. Γιαννόπουλος είχε επισημάνει ότι καταστρατηγείται η συνταγματικά προστατευόμενη ισότητα των πολιτικών, καθώς επιβάλλεται ΦΠΑ στους ελεύθερους – μάχιμους δικηγόρους, ενώ στους έμμισθους συναδέλφους του, δεν επιβάλλεται παρά το γεγονός ότι παρέχουν το ίδιο έργο. Έτσι, όμως, η μη υπαγωγή των δικηγόρων με πάγια αντιμίσθια στον ΦΠΑ λειτουργεί υπέρ “των οικονομικώς ισχυρών, που έχουν τη δυνατότητα απασχολώντας δικηγόρους με πάγια αντιμίσθια να μην καταβάλλουν ΦΠΑ για τις δικηγορικές υπηρεσίες που παρέχουν”, ανέφερε ο κ. Γιαννόπουλος προσθέτοντας ότι αντίθετα, ο απλός πολίτης όταν καταφεύγει στους δικηγόρους καταβάλλει ΦΠΑ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος, Φιλοκτήμων Αρναούτογλου, και εισηγήτρια η Ευαγγελία Νίκα) επισημαίνουν ότι “οι δικηγόροι δεν συνδέονται προς τον εντολέα τους δια σχέσεως εξηρτημένης εργασίας, αλλά ασκούν ελευθέριο επάγγελμα ακόμη και όταν παρέχουν τις νομικές υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής και με πάγια αντιμισθία. Εξάλλου, το ότι το εισόδημα τού επί πάγια αντιμισθία αμειβόμενου δικηγόρου θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, δεν μεταβάλλει τη φύση των δικηγορικών υπηρεσιών ως υπηρεσιών ελευθέρου επαγγελματία, ούτε τη συνδέουσα αυτόν με τον πελάτη του σχέση εμμίσθου εντολής σε σχέση εξηρτημένης εργασίας.
Συνεπώς, οι δικηγόροι, έστω και αν αμείβονται δια παγίας αντιμισθίας, εμπίπτουν, κατ’ άρθρο 3 του Κώδικα ΦΠΑ, στους υποκείμενους στον φόρο προστιθέμενης αξίας (23%)”.
Ακόμη, οι δικαστές έκριναν ότι πρέπει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ΠΟΠ 1100/246.2010 πράξη του υπουργού Οικονομικών κατά το σκέλος εκείνο που αναφέρει ότι “οι δικηγόροι που εργάζονται με πάγια αντιμισθία και, κατά τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος θεωρούνται ως μισθωτοί, δεν υπάγονται στο ΦΠΑ για τις εν λόγω αμοιβές”.