Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Σπύρος Κουβέλης, επισήμανε χθες την ανάγκη διεύρυνσης της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας.
Ο κ. Κουβέλης προχώρησε στις δηλώσεις αυτές, κατά τη διάρκεια ελληνο-σερβικού επιχειρηματικού φόρουμ στο Βελιγράδι, σε διήμερη επίσκεψή του στη σερβική πρωτεύουσα.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη Σερβία στους τομείς της ενέργειας, κυρίως στις ανανεώσιμες πηγές των υποδομών, της παραγωγής και του τουρισμού.
Ο υφυπουργός επισήμανε, «Επιθυμούμε να ενισχύσουμε την οικονομική συνεργασία, ενθαρρύνουμε τις επενδύσεις Ελλήνων επιχειρηματιών στη Σερβία, αλλά θα πρέπει οι επενδύσεις να κινούνται και προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να έχουν όφελος εξίσου και οι δύο πλευρές».
Αναφερόμενος στην οικονομική κρίση που διανύει η Ελλάδα, τόνισε ότι «φέρνει καλά νέα», διότι οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται με επιτυχία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί σημαντικά και «η χώρα εξήλθε από την δυσκολότερη περίοδο της κρίσης».
Ο υφυπουργός Εξωτερικών υπενθύμισε ότι η Ελλάδα είναι η δεύτερη σε ύψος επενδύσεων χώρα στη Σερβία με 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Συμπλήρωσε δε ότι οι 250 ελληνικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στη Σερβία, απασχολούν περίπου 25000 εργαζόμενους. Ο κ. Κουβέλης διαβεβαίωσε ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν θα επηρεάσει την υλοποίηση του Ελληνικού Σχεδίου για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ), από το οποίο προβλέπεται η χρηματοδότηση με 100 εκατομμύρια ευρώ της επέκτασης του οδικού “Άξονα 10”, στη νότια Σερβία.
Σημερινές επαφές
Σήμερα, ο κ. Κουβέλης θα πραγματοποιήσει συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών, Βουκ Γέρεμιτς και με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της σερβικής Βουλής, Ντράγκολιουμπ Μιτσούνοβιτς ενώ θα έχει, επίσης, συνομιλίες με τον υπουργό Οικονομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης κ. Νεμπόισα Τσίριτς.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών, πριν αναχωρήσει από το Βελιγράδι, θα επισκεφθεί τον Πύργο Νεμπόισα, όπου μαρτύρησε ο Ρήγας Φεραίος και ο οποίος αποκαταστάθηκε με τη χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου, με ποσοστό συμμετοχής 70%, στον συνολικό προϋπολογισμό του έργου.