Έντονα επικριτικός απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που ακολουθούνται στην Ευρώπη εμφανίζεται για μια ακόμη φορά ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, ενώ, παράλληλα, εκφράζει την ανησυχία του ότι η γαλλική κυβέρνηση έχει υποστεί μια «μορφή εκφοβισμού» από τη Γερμανία σε ό,τι αφορά την οικονομική της πολιτική.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος καλεί μάλιστα την Αριστερά, στην Ευρώπη όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, να αναλάβει δράση για να σταματήσει η αύξηση των ανισοτήτων.
«Υπάρχει μια μορφή εκφοβισμού», τόνισε ο Στίγκλιτς σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο, αναφερόμενος στη γερμανική επιρροή στην οικονομική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση του προέδρου Φρανσουά Ολάντ.
Ερωτηθείς για τις δηλώσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας Γιάνη Βαρουφάκη σύμφωνα με τον οποίο η γερμανική αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδας είχε στόχο να εκφοβίσει τη Γαλλία και να την πείσει να ακολουθήσει την οδό των πολιτικών λιτότητας, ο πολύ προβεβλημένος στα μέσα ενημέρωσης Αμερικανός οικονομολόγος απάντησε: «Το πιστεύω».
«Η κυβέρνηση της κεντροαριστεράς στη Γαλλία δεν μπόρεσε να ορθώσει το ανάστημά της έναντι της Γερμανίας» όσον αφορά την κατεύθυνση της δημοσιονομικής της πολιτικής, ή στην ελληνική κρίση, υποστήριξε ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και σύμβουλος του άλλοτε προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον.
Για τον Στίγκλιτς, ο οποίος βρίσκεται στο Παρίσι για την προώθηση της γαλλικής έκδοσης του τελευταίου του βιβλίου για τις ανισότητες («Το μεγάλο χάσμα», γαλλ. έκδ. Les Liens qui Liberent), η Γαλλία «είναι από όλα τα έθνη του κόσμου εκείνη που αγκάλιασε περισσότερο την έννοια της ισότητας», αλλά διατρέχει πλέον «αληθινό κίνδυνο», να δει την ψαλίδα των ανισοτήτων να ανοίγει, λόγω των δημοσιονομικών της επιλογών.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος, που είχε λάβει το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών το 2001 μαζί με άλλους δύο ερευνητές για το έργο τους όσον αφορά τις ασυμμετρίες της πληροφόρησης στις αγορές, επέκρινε στη συνέντευξή του τόσο τις πολιτικές λιτότητας και περιστολής των δημοσίων δαπανών, όσο και την «αληθινά ηλίθια ιδέα πως η μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις τονώνει την οικονομία», εκτιμώντας ότι αυτή η «πολιτική της προσφοράς», που είχε εφαρμόσει ο Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 είναι πλέον σήμερα «εντελώς απαξιωμένη».
«Δεν αποτελεί πια καν θέμα συζήτησης για τους οικονομολόγους, παρά μόνο για τους Γερμανούς και ορισμένους στη Γαλλία», δήλωσε.
Η μείωση των επιβαρύνσεων και των φόρων για τις επιχειρήσεις βρίσκεται στην καρδιά του Συμφώνου Ευθύνης και Αλληλεγγύης που προωθεί ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί η Ευρώπη επιλέγει αυτόν τον δρόμο σήμερα», σχολίασε ο Στίγκλιτς, για τον οποίο οι εκλογές στη Γαλλία και στη Γερμανία το 2017 δεν αναμένεται να μεταβάλουν ουσιαστικά τα δεδομένα.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς πάντως είπε ότι «ελπίζει» σε μια αλλαγή στην Ισπανία, όπου οι εκλογές αναμένεται να διεξαχθούν πριν από το τέλος του έτους, εν μέσω μιας ανάκαμψης της οικονομίας που όμως, όπως υποστήριξε, αποτελεί αυταπάτη: η ανεργία στη χώρα αυτή παραμένει ιδιαίτερα υψηλή.
Ο Στίγκλιτς δεν έκρυψε την απογοήτευσή του για τις πολιτικές που άσκησαν αριστερές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Τα τελευταία «20 χρόνια, οι σοσιαλδημοκράτες δεν πιστεύουν» στις προοδευτικές πολιτικές, είπε αναφερόμενος στον Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, τον Γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, αλλά και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα: «όλοι τους υποστήριξαν τις τράπεζες, την απορρύθμιση, τις συμφωνίες για το εμπόριο που έβλαψαν τους εργαζόμενους», υπογράμμισε.
Αν και ο Ομπάμα μετατράπηκε κατά τον Στίγκλιτς σε «όμηρο των μεγάλων πολυεθνικών», ο Αμερικανός οικονομολόγος θα ήθελε να πιστεύει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν εάν κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2016 ένας ή μία υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ερωτηθείς για την κατάσταση στην Κίνα, όπου οι σπασμοί της οικονομίας προκάλεσαν παγωμένο ιδρώτα στις διεθνείς αγορές, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είπε ότι δεν πρέπει να «δραματοποιείται τόσο» η κατάσταση.
«Το καλό νέο είναι ότι πλέον συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να ρυθμιστούν οι κεφαλαιαγορές» στην Κίνα, επισήμανε ο Στίγκλιτς. Κατά τα άλλα, το Πεκίνο «έχει περίπου τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα. Αυτό του δίνει τα μέσα για να υποστηρίξει την ανάπτυξη», έκρινε ο ίδιος.