Τριμηνιαία αύξηση της απασχόλησης από 25 μέχρι 31 χιλ. άτομα για την επόμενη οκταετία προϋποθέτει η μείωση του ποσοστού ανεργίας σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα της Ευρωζώνης, υποστηρίζει η Eurobank, εκτιμώντας πάντως πως με τους υπάρχοντες ρυθμούς μεταβολής της απασχόλησης ο εν λόγω στόχος δεν είναι εφικτός.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία των δύο τελευταίων ετών, ο μέσος μηνιαίος ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης διαμορφώθηκε στο 0,16% και ο αντίστοιχος της ανεργίας στο -0,56%. Συνεπώς, η δυναμική (ανάκαμψης) που έχει αναπτυχθεί στην ελληνική αγορά εργασίας δεν επαρκεί για να οδηγηθεί το ποσοστό ανεργίας σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα της Ευρωζώνης ακόμα και σε ένα διάστημα 10 ετών (προσεγγιστικά απαιτούνται 11 έτη και 3 μήνες).
Στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο, η τράπεζα αναφέρει μεταξύ άλλων πως το εργατικό δυναμικό από το μέγιστο του Ιανουαρίου 2010, στα 5.048 χιλ. άτομα, μέχρι και το ελάχιστο του Μαρτίου 2015, μειώθηκε κατά 328 χιλ. άτομα ή -6,05%, και αποδίδει τη μείωση αυτή στη μετανάστευση, το φαινόμενο της αποθάρρυνσης στην αναζήτηση εργασίας και τις δημογραφικές εξελίξεις.
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ανέργων, από το ελάχιστο του Μαΐου 2008,στα 363 χιλ. άτομα, μέχρι το μέγιστο του Σεπτεμβρίου 2013, στα 1.357 χιλ. άτομα, η αύξηση που καταγράφηκε ήταν της τάξης των 994 χιλ. ατόμων ή 273,88%, σημειώνει η τράπεζα.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Eurobank, ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο αναφορικά με τις εξελίξεις στην ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία έτη είναι η μείωση του εργατικού δυναμικού. Αυτή η μεταβλητή – αναφέρεται και ως οικονομικά ενεργός πληθυσμός – ορίζεται ως το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων. Δηλαδή, αντικατοπτρίζει το μέγεθος των διαθέσιμων πόρων της οικονομίας σε όρους του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας.
Από τον Ιανουάριο 2010 (μέγιστο, 5.048 χιλ άτομα) μέχρι τον Μάρτιο 2015 (ελάχιστο, 4.720 χιλ άτομα), το εργατικό δυναμικό σημείωσε μείωση 328 χιλ ατόμων. Σύμφωνα με τη Eurobank, η εν λόγω μεταβολή προέρχεται κατά κύριο λόγο από τρείς παράγοντες. Πρώτον, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκροή Ελλήνων πολιτών προς χώρες της αλλοδαπής κυρίως για λόγους εύρεσης απασχόλησης ή αναζήτησης εργασίας με υψηλότερες αποδοχές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες που προσδοκούν να έχουν στο εσωτερικό.
Δεύτερον, η αποθάρρυνση των πολιτών (που παραμένουν στο εσωτερικό) να αναζητήσουν εργασία στην εγχώρια οικονομία εξαιτίας των χαμηλών αμοιβών ή λόγω της διαμορφωθείσας αντίληψης ότι η πιθανότητα απασχόλησης είναι χαμηλή. Δηλαδή, υπάρχουν νοικοκυριά που θεωρούν ότι το κόστος της διαδικασίας αναζήτησης εργασίας είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο όφελος, οπότε επιλέγουν να απέχουν από την αγορά εργασίας, δηλαδή εξέρχονται του εργατικού δυναμικού. Η δυναμική της εν λόγω τάσης εξαρτάται από το ύψος του συσσωρευμένου πλούτου του κάθε νοικοκυριού. Όσο δεν υπάρχει ροή εισοδημάτων και μειώνεται ο πλούτος των νοικοκυριών τόσο αυξάνονται τα κίνητρα επανεισόδου στο σύνολο του εργατικού δυναμικού. Τρίτον, δημογραφικές εξελίξεις.
Από τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές της Eurobank, το πρώτο. Το ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού που οδηγείται σε χώρες της αλλοδαπής χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου (πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό). Συνεπώς, η εν λόγω εκροή οδηγεί σε μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, επισημαίνεται στο δελτίο της τράπεζας.