Στα 300 εκατ. ευρώ η «μαύρη τρύπα» από την μη επιβολή ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση
Ο «αγώνας δρόμου» στον οποίο έχει υποχρεωθεί η κυβέρνηση, για να προλάβει τις ασφυκτικές προθεσμίες ώστε να ξεμπλοκάρει την αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής και να εξασφαλίσει το «πράσινο φως» για την εκταμίευση της υποδόσης των δύο δισ. ευρώ, επιβάλλει την άμεση κατάθεση στην Βουλή του νομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα που εκκρεμούν, με το μέτωπο ανοικτό όσον αφορά τα «κόκκινα» δάνεια και τον ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Οι Βρυξέλλες παραμένουν ανένδοτες στην άποψη ότι ο ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση θα είναι μηδενικός ή 23%, αποκλείοντας κλιμακώσεις. Αυτό προκαλεί σοβαρές ενστάσεις ακόμη και σε εσωκομματικούς κύκλους του κυβερνώντος κόμματος, καθώς κομματικά και κυβερνητικά στελέχη αναλογίζονται το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας ρύθμισης (να εφαρμοστεί δηλαδή, τελικά, ο μέγιστος συντελεστής).
Ορισμένοι δικαιολογημένα επιμένουν ότι αυτός ο «ταξικός» φόρος δεν απευθύνεται μόνο στους «έχοντες και ατέχοντες» αλλά και σε φτωχότερα λαϊκά στρώματα και στους μικρομεσαίους, καθώς η αντίδραση του κόσμου και πολιτικών κομμάτων όπως το ΚΚΕ και η ΛΑΕ κατέδειξαν ότι κάποιοι εσφαλμένα αντιμετώπιζαν μέχρι σήμερα την ιδιωτική εκπαίδευση ως «life style» πλουσίων και προνομιούχων.
Δεν είναι λίγοι άλλωστε και αυτοί που θεωρούν το ως άνω μέτρο όχι μόνο ως αναποτελεσματικό αλλά και άκρως επιζήμιο, υπό την έννοια ότι πολλοί μαθητές που δεν θα αντέξουν το αυξημένο κόστος σπουδών θα αναγκαστούν στο τέλος να ενταχθούν στην δημόσια Παιδεία επιβαρύνοντας το ήδη έκρυθμο σύστημα.
Υπ΄ αυτήν την συλλογιστική στο ΥΠΟΙΚ προσπαθούν να βρουν ισοδύναμα για να μπορέσουν ν΄ αποσύρουν καθολικά την διάταξη για τον ΦΠΑ 23% στην εκπαίδευση
«Μαύρη τρύπα» 300 εκατ. ευρώ
Προκειμένου να επιτευχθεί η απόσυρση του ΦΠΑ, η κυβέρνηση πρέπει να εξοικονομήσει το αντίστοιχο ποσό των 300 εκατ. ευρώ που είχαν προϋπολογιστεί ότι θα προκύψουν. Υπό τις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο φαντάζει αν όχι αδύνατο τουλάχιστον φοβερά δύσκολο.
Για να το πετύχει όμως αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει ισοδύναμα 300 εκατομμυρίων ευρώ που στην παρούσα κατάσταση της οικονομίας είναι εξαιρετικά δύσκολο. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο τραπέζι των διαβουλεύσεων εξετάζονται τα σενάρια μιας αύξησης στα τέλη κυκλοφορίας πολυτελών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, καθώς και αυτό της άμεσης καταβολής τελών για αυτοκίνητα που μέχρι τώρα απαλλάσσονταν, όπως π.χ. τα νέα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, ενώ δεύτερες σκέψης αφορούν σε περαιτέρω μειώσεις κάποιων φοροαπαλλαγών που μέχρι σήμερα γλιτώνουν από το «νυστέρι» των περικοπών.
Οι φόβοι
Το πρώτο σενάριο, αυτό δηλαδή της επιπλέον επιβάρυνσης στα τέλη κυκλοφορίας, εκτός του ότι θα επιφέρει νέα επιδείνωση στην Αγορά του αυτοκινήτου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για έναν κλάδο που μόλις πρόσφατα άρχισε δειλά να «σηκώνει κεφάλι», μάλλον δημιουργεί σκεπτικισμό ως προς την αποτελεσματικότητά του, αφού πολλοί θεωρούν ότι το μέτρο θα οδηγήσει σε νέο κύμα κατάθεσης πινακίδων.
Το δεύτερο σενάριο, αυτό δηλαδή της περικοπής κάποιων φοροαπαλλαγών θα αφορά κυρίως σε υψηλά εισοδήματα, αλλά και πάλι κρίνεται ως αμφίβολη η απόδοση του μέτρου, καθώς αρκετοί φορολογούμενοι κι αυτής της κατηγορίας έχουν βρεθεί στον «πάτο» της φοροδοτικής τους ικανότητας.
Οι προθεσμίες
Κυριολεκτικά ασφυκτικά είναι τα χρονικά περιθώρια, καθώς το EuroWorking Group συνεδριάζει σήμερα το βράδυ. Εάν δεν δώσει την έγκρισή του, η εκταμίευση θα γίνει και -κυρίως- δεν θα αρχίσει η αξιολόγηση, δίχως την ολοκλήρωση της οποίας είναι αδύνατον να προχωρήσει η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, οπότε πλέον τίθενται σε κίνδυνο οι αποταμιεύσεις των καταθετών.
Η λύση της κατάθεσης σήμερα του νομοσχεδίου χωρίς τα εδάφια που αφορούν στα «κόκκινα» δάνεια και τον ΦΠΑ στην εκπαίδευση ή τα ισοδύναμά του κρίνεται ως μη ικανοποιητική για τους σημερινούς συνεδριάζοντες του Euroworking Group.
Επίσης, η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συνδέσει το προσφυγικό – μεταναστευτικό με την χαλάρωση που επιθυμεί στον δημοσιονομικό τομέα προσκρούει στην άρνηση του Βερολίνου. Ακόμη όμως κι αν η Γερμανία δεν έφερνε αντιρρήσεις, η όλη διαδικασία θα απαιτούσε χρόνο που ήδη η Ελλάδα δεν διαθέτει…