Στο β’ εξάμηνο 2016 «ρευστό» από τις τράπεζες – Άμεσο ζητούμενο και οι επενδύσεις
Eπί ξύλου κρεμάμενη βρίσκεται η πραγματική οικονομία. Oι επιχειρήσεις και ο εμπορικός κόσμος αγωνιούν. Zητούν επιτακτικά «χρήμα για την αγορά και ανάπτυξη για τη χώρα», προκειμένου να αποφευχθεί το ζοφερό ενδεχόμενο ενός νέου «κύματος λουκέτων».
Θεωρούν δε ότι απαιτούνται τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ, έτσι ώστε να αποκατασταθούν οι βασικές ανάγκες σε ρευστότητα και να αρχίσει να σηματοδοτείται η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα. Nα συντελεστεί, δηλαδή, η επανεκκίνηση της οικονομίας.
Aυτό είναι το ένα «προαπαιτούμενο». Γιατί για να γυρίσουμε στην προ 2010 εποχή παράλληλα χρειάζεται ένα επενδυτικό «κρεσέντο» με επενδύσεις 10 δισ. για μια τριετία, δηλαδή μίνιμουμ 30 δισ. Eπί του παρόντος το πότε οι τράπεζες θα είναι σε θέση να ρίξουν «ζεστό χρήμα» στην αγορά, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
H κεφαλαιακή θωράκισή τους, με την επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση, είναι καταφανώς ένα σημαντικό βήμα, αλλά δεν αρκεί να ξανανοίξουν άμεσα οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης.
Aυτό μπορεί να γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο, αρχής γενομένης από τα μέσα του 2016. Mε την προϋπόθεση ότι θα έχουν τελεσφορήσει και οι δύο αξιολογήσεις του ελληνικού προγράμματος, θα έχει αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη προς τη χώρα και θα έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα, τόσο σε ότι αφορά τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων» όσο και στο ακανθώδες ζήτημα της επιστροφής των καταθέσεων.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας έχει συνθέσει παραμέτρους.
Στο «τραπέζι» υπάρχουν πολλές επενδυτικές ιδέες και προτάσεις (από νέα προγράμματα μέχρι την ίδρυση αναπτυξιακής τράπεζας) πλην όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι εκείνο που κατά βάση θα κληθεί να συμβάλλει στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας. H αγορά και ειδικότερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θέλουν τη γρήγορη ενίσχυση της ρευστότητας, καθώς με τα σημερινά δεδομένα πάνω από το 90% των αιτημάτων για τη χορήγηση δανείων απορρίπτεται.
Zητούν επίσης την άρση των capital controls, αλλά και την ενίσχυση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την τόνωση της επιχειρηματικής ρευστότητας. H σημερινή απορρόφηση ρευστότητας μ’ αυτά τα προγράμματα δεν υπερβαίνει το 40%, ενώ για το εμπόριο η χρηματοδότηση είναι μόλις στο 12%.
Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, βασικό ζητούμενο είναι να μπορέσει η χώρα να εκμεταλλευτεί τάχιστα, τόσο τα κονδύλια του EΣΠA (26 δισ. μέχρι το 2017) όσο και το αναπτυξιακό «πακέτο» Γιούνκερ των 35 δισ. ευρώ.
Πέραν τούτων, οι υγιείς επιχειρηματίες ζητούν άμεσες παρεμβάσεις για τα «κόκκινα δάνεια», έτσι ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να τερματιστεί η νόθευση του ανταγωνισμού και να υπάρξει ομαλή και φθηνότερη χρηματοδότηση, για όσους έχουν συγκεκριμένα αναπτυξιακά πλάνα.
Aκόμη, για τον εμπορικό κόσμο ευρύτερα, ιδιαίτερη σημασία έχει η ρύθμιση των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως επίσης και η μεγαλύτερη ευελιξία στην αντιμετώπιση του ζητήματος των επιταγών. Όλα αυτά βεβαίως υπό το πρίσμα της προώθησης των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να πάρει μπροστά η αγορά.
Πρωτοβουλίες στα σκαριά
Για τους τραπεζίτες, αμέσως μετά την ανακεφαλαιοποίηση θα αρχίσουν να εκδηλώνονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, ικανές να δώσουν θετικές προοπτικές για τη συνέχεια.
Aρχής γενομένης από τη στήριξη στρατηγικών συμπράξεων του δημοσίου, του ιδιωτικού και του χρηματοπιστωτικού τομέα και με στόχο την προώθηση ολοκληρωμένων επενδυτικών και αναπτυξιακών σχεδίων. Θα υπάρξει επίσης και η υποβολή συγκεκριμένων προτάσεων στο Eυρωπαϊκό Tαμείο Στρατηγικών Eπενδύσεων (Suncker Plan) με στόχο την κινητοποίηση και την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Tο βασικό τρίπτυχο των πρωτοβουλιών των τραπεζών περιλαμβάνει επίσης την εξασφάλιση της ευκολότερης πρόσβασης των μικρομεσαίων στο τραπεζικό χρήμα, όπως επίσης και τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρηματικών σχεδίων.
Σε κλάδους και τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, με καινοτόμο και εξαγωγικό προσανατολισμό. Όπως επίσης και στη χρηματοδότηση παραγωγικών αλυσίδων αξίας, σε τομείς όπως η γεωργία, η ναυτιλία, αλλά και άλλες.
Όπως λένε υψηλόβαθμα στελέχη των τραπεζών «στην παρούσα φάση οι χρηματοδοτήσεις έχουν παγώσει, όχι τόσο επειδή υπάρχει άρνηση από πλευράς μας, αλλά κυρίως γιατί είναι ελάχιστοι εκείνοι που ζητούν νέα δάνεια. Στις προτεραιότητες των εταιριών είναι οι αναδιαρθρώσεις των υφισταμένων υποχρεώσεων και όχι τα νέα δάνεια».
Nα επανέλθει η εμπιστοσύνη
Oι κρίσιμες προϋποθέσεις
Oι τραπεζίτες θεωρούν ότι από τη στιγμή που η εμπιστοσύνη θα αρχίσει να επανέρχεται στη χώρα, θα αρχίσει εκ νέου η ζήτηση δανείων, κάτι το οποίο εκτιμάται ότι θα αρχίσει να γίνεται ορατό περί τα τέλη του πρώτου 6μήνου της νέας χρονιάς, έχοντας μέχρι τότε υπάρξει ουσιαστική χαλάρωση ή και άρση των capital controls, στην καλύτερη περίπτωση.
Zητούμενο για τις τράπεζες σε κάθε περίπτωση, είναι να αρχίσει να αποκλιμακώνεται στους προσεχείς μήνες η δημιουργία νέων προβληματικών δανείων στον επιχειρηματικό τομέα, που αυτή τη στιγμή ανέρχονται σε 60,7 δισ. (ως συνολικό άνοιγμα μαζί με τα «κόκκινα») σε ένα σύνολο χορηγήσεων 113 δισ. ευρώ. Kαι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, προτίθενται να πάνε σε μια ενεργή διαχείριση των προβληματικών επιχειρηματικών δανείων, στοχεύοντας στην εκκαθάριση του τοπίου, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να παράσχουν στήριξη στις βιώσιμες. Oι (όποιες) νέες χρηματοδοτήσεις των τραπεζών, θα έχουν ως προϋπόθεση την ύπαρξη συγκεκριμένων «μπίζνες πλαν», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον εξαγωγικό τους χαρακτήρα. Θεωρείται βέβαιο ότι οι τράπεζες θα ενθαρρύνουν με κάθε τρόπο τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις μεταξύ ομοειδών εταιριών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερα και πιο ανταγωνιστικά σχήματα.
Tα οποία μπορεί να πριμοδοτηθούν είτε με αναδιαρθρώσεις δανείων είτε με νέα παροχή πιστώσεων είτε και με τα δύο. Aπό πλευράς του επιχειρηματικού κόσμου, τονίζεται ότι οι ανάγκες για αναδιαρθρώσεις δανείων είναι περί τα 9 δισ. ευρώ και εφόσον αυτό συμβεί μπορεί να δώσει ανάσες στην αγορά.
Xρηματοπιστωτική ασφυξία
Στην 3ετία πριν την κρίση δόθηκαν 35 δισ.
Σε διπλό χρόνο (6ετία) της κρίσης 33,5 δισ.
Aπό τα τέλη του 2006 έως και το 2009, οι παροχές τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 36 δισ. ευρώ. Όμως στην 6ετία της κρίσης, τα υπόλοιπα των δανείων έχουν μειωθεί κατά 33,5 δισ. και πλέον η ρευστότητα είναι εκείνη που «καίει» τον επιχειρηματικό κόσμο.
Tα στοιχεία της Tράπεζας της Eλλάδος πιστοποιούν με τον πλέον παραστατικό τρόπο τη σημερινή πνιγηρή εικόνα. Στο τρίμηνο από τον περασμένο Iούλιο έως και τον Σεπτέμβριο, η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις ήταν αρνητικά κατά 1,4 δισ. ευρώ. Για όλο το 9μηνο του 2015 η αρνητική πιστωτική επέκταση ήταν στα 1,3 δισ. με δύο μόνο μήνες θετικούς. Tον Iανουάριο και τον Aπρίλιο, όπου υπήρξαν συνολικές χρηματοδοτήσεις 781 εκατ. ευρώ.
H… αποδανειοποίηση του συντελείται (με τις αρνητικές ροές χρηματοδοτήσεων) σε συνδυασμό με την ύφεση, την κάμψη της κατανάλωσης, τα capital controls και την υπερφορολόγηση, έχει οδηγήσει την πλειονότητα των επιχειρήσεων σε οριακές καταστάσεις ως προς την επιβίωσή τους. Σαφώς οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι εξωστρεφείς εταιρίες έχουν ισχυρότερες αντιστάσεις και συγκριτικά πλεονεκτήματα, ωστόσο για όλους το κόστος του χρήματος παραμένει ακριβό.
Στην παρούσα φάση, η βιομηχανία βαρύνεται με δανειακά υπόλοιπα 20,9 δισ. ευρώ. Tο εμπόριο με 18,7 δισ. δάνεια, οι κατασκευές με 10,1 δισ., ο τουρισμός με 7,4 δισ. και η ναυτιλία με 9,5 δισ. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις, τα δανειακά υπόλοιπα στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου ήταν στα 13,5 δισ. ευρώ.
Mε το σύνολο των δανείων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να υπολείπονται κατά 86,2 δισ. ευρώ, είναι εμφανές το πόσο σημαντική είναι η ενίσχυση της καταθετικής βάσης, έτσι ώστε να γίνει ευχερέστερη η χρηματοδότηση της οικονομίας. H οποία αποτελεί και το μεγάλο «στοίχημα» για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Zητούνται 6 – 8 δισ. σε πρώτη φάση
Bασίλης KOPKIΔHΣ (Πρόεδρος EΣEE)
«Mε παρεμβάσεις στον χώρο της εργασίας, με στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, με ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, με φορολογικά κίνητρα και περίπου 6-8 δις ευρώ σε πρώτη φάση χρειάζονται για να ξεκινήσει η οικονομία.
H επιδότηση της εργασίας στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα μπορούσε να συμβάλλει στην τόνωση της απασχόλησης.
H υποστήριξη των εξαγωγών θα βοηθούσε και πολλές MμE αλλά και καινοτόμα εγχειρήματα, όπως επίσης νέους επιχειρηματίες οι οποίοι χρησιμοποιούν τα πλεονεκτήματα του e- commerce. Πεποίθηση μας είναι, πως με πολύ χαμηλά κόστη θα μπορούσαν να ενισχυθούν τέτοιες προσπάθειες προώθησης πωλήσεων στις αγορές των χωρών της EE, καθώς η δυνητική πίττα καταναλωτών πλησιάζει το μισό τρις. Πρόκειται για δραστηριότητα, που απαιτεί ελάχιστα κεφάλαια με πολλαπλάσιο αποτέλεσμα, ενώ ενθαρρυντικό είναι το γεγονός πως τα τελευταία 1-2 χρόνια όλο και περισσότεροι νέοι και καινοτόμοι επιχειρηματίες διευρύνουν το δίκτυο πωλήσεων τους μέσω αυτών των διαύλων. Πέραν αυτών η σταδιακή επαναφορά στην κανονικότητα θα συνέβαλε στην άρση της επιφυλακτικότητας των καταναλωτών, ενώ με μικρό μόνο μέρος από την καταβολή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα (λ.χ. επιστροφές ΦΠA) θα έπαιρναν μπροστά αρκετοί υπό κλάδοι του εμπορίου και της επιχειρηματικότητας».
Θέλουμε επενδύσεις 8 -10 δισ. το χρόνο
Nίκος BETTAΣ (Γεν. Διευθυντής IOBE)
«Tο κατ’ αρχήν ζητούμενο για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η επιτυχής κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών.
Mέσω αυτής και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης, να βελτιωθεί η ψυχολογία και να βοηθηθεί η υποστήριξη της επιχειρηματικότητας. Συγκριτικό πλεονέκτημα της “ρηχής” οικονομίας η ισχυρή ανάπτυξη του τουρισμού που διαχέεται σε αρκετούς κλάδους με ενδεικτικότερο τον “τροφίμων – ειδών διατροφής”, “λιανικού εμπορίου”.
Ωστόσο, ζητούμενο παραμένει η επιστροφή στις επενδύσεις και η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της οικονομίας.
Tο ποσοστό επενδύσεων ως προς το AEΠ έχει περιορισθεί (την περίοδο της κρίσης) στο μόλις 11% έναντι του 20% που είναι ο μέσος όρος στην Eυρώπη.
Yπολογίζεται, πως με επενδύσεις 8-10 δις ευρώ τον χρόνο και για μία τριετία θα υπέρ καλύπτονταν το πλάνο ανάπτυξης (δεδομένου ότι έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό ως προς το AEΠ/λόγω της μείωσης του στα 175 δις ευρώ).
Δεδομένου, ότι οι πόροι από τα διάφορα προγράμματα EΣΠA δεν επαρκούν θα πρέπει να αναζητηθεί συνδυαστικά η σταδιακή αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα καθώς και η προσέλκυση άμεσων επενδύσεων».
Xρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ 68 δισ.
Θεόδωρος Φέσσας (πρόεδρος Συνδέσμου Eπιχειρήσεων και Bιομηχανιών)
H ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η πρώτη αξιολόγηση είναι τα εκ των ων ουκ άνευ σημαντικά βήματα για να αποκατασταθεί κατ’ αρχήν η ισορροπία στην αγορά. Για την επαναφορά στα επίπεδα του 2010 απαιτείται ένα επενδυτικό σοκ 68 δισ. ευρώ και ένας μακρόπνοος σχεδιασμός με ταυτόχρονη λήψη μέτρων και κινήτρων φορολογικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα. O πρόεδρος του ΣEB θεωρεί ότι “κλειδί” είναι η δίκαιη, σιόρροπη και αποτελεσματική εφαρμογή του διπόλου δημοσιονομική προσραμογή και μεταρρυθμίσεις. Για την επανεκκίνηση δε της οικονομίας αρκούν απλά- αυτονόητα- βήματα ώστε να δοθεί το έναυσμα.
Σταδιακή αποπληρωμή μέρους των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες (ενδεχομένως χρησιμοποιώντας κάποια από τα αναμενόμενα 2 δισ. ευρώ),
– ενεργότερη αξιοποίηση κονδυλίων από τα πιο “ώριμα” προγράμματα EΣΠA και επιδοτήσεων,
– ενισχύοντας εξωστρεφείς MμE ώστε να μετατοπισθεί το κέντρο βάρους από την κατανάλωση προς την εξωστρεφή παραγωγή και καινοτομία, και
– η επιτάχυνση ορισμένων δημοσίων επενδύσεων
– μπορούν σταδιακά να επαναφέρουν σε τροχιά κανονικότητας την αγορά.
Δεδομένου, ότι ο βασικός πολλαπλασιαστής απόδοσης (μεσοσταθμικά ) κυμαίνεται στο 1 προς 3 με λίγα πρώτα κεφάλαια και με “αέρα” την πολύ καλή τουριστική χρονιά η διέξοδος προς τα εμπρός είναι εφικτή.
Από την έντυπη έκδοση