Νέες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις και ακριβότερα δάνεια για τα νοικοκυριά θα επιφέρει η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων σύμφωνα με την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου.
Η ΕΣΕΕ σημειώνει σε ανακοίνωσή της ότι επέρχεται μοιραία η αύξηση στην επιχειρηματικότητα σε πρώτη φάση, του βασικού επιτοκίου από την Ε.Κ.Τ κατά 0,25% ενώ, προστίθεται ότι εάν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών για άλλες δύο αντίστοιχες αυξήσεις το καλοκαίρι και φθινόπωρο, τότε μέχρι τέλος του χρόνου το βασικό επιτόκιο θα φτάσει στα επίπεδα του 1,75%.
Το ενδεχόμενο μάλιστα να διπλασιαστεί στο 2% θα εξαρτηθεί από τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες δυστυχώς αυξάνονται συνεχώς με τον παγκόσμιο πληθωρισμό να προβλέπεται για το 2011 στο 4%, προκαλώντας απρόβλεπτες αναταραχές σε ευάλωτες οικονομίες και αδύναμες τράπεζες που πασχίζουν να αντλήσουν χρηματοδότηση όπως συμβαίνει με την χώρα μας.
Αντίστοιχα με την αύξηση του επιτοκίου της Ε.Κ.Τ στο 1,25% στα υψηλότερα επίπεδα των δύο τελευταίων ετών κινείται ο παρεμβατικός διατραπεζικός δείκτης Euribor 3μηνου που ξεπέρασε το 1,5%, επιβαρύνοντας σημαντικά τα δάνεια κυμαινομένου επιτοκίου διαμορφώνοντας το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων υψηλότερα του 11% και των επιχειρηματικών πολύ ακριβότερα του 6%.
Ο ιδιωτικός δανεισμός τον Φεβρουάριο του 2011 διαμορφώθηκε στα 257 δις ευρώ, εκ των οποίων οι επιχειρήσεις έχουν δανειστεί 123 δις ευρώ, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και ατομικές εταιρίες 17 δις ευρώ και τέλος τα νοικοκυριά 117 δις ευρώ.
Αναλυτικότερα, από το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων, το εμπόριο έχει δανειστεί τα περισσότερα φτάνοντας τα 25,1 δις, ενώ ακολουθούν η βιομηχανία με 24,7 δις, η ναυτιλία με 17,4 δις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες με 16,5 δις, οι κατασκευές 11,1 δις, ο τουρισμός 7,3 δις, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα 6,4%, οι επιχειρήσεις ενέργειας 5,3 δις, η γεωργία 2 δις, και οι υπόλοιπες δραστηριότητες περίπου 23,5 δισ.
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία υπολογίζεται ότι κάθε αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,25%, θα επιβαρύνει μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις με 348 εκ. ευρώ ετησίως και εάν επιβεβαιωθεί το «κακό» σενάριο διαδοχικών αυξήσεων του επιτοκίου κατά 0,75% εντός του 2011, τότε η επιβάρυνση θα τριπλασιαστεί αγγίζοντας το 1,02 δις ευρώ.
Παράλληλα, η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών, υπολογίζεται αρχικά κατά 293 εκ. ευρώ και στην περίπτωση του εκτιμωμένου σεναρίου η ετησία επιβάρυνση θα φτάσει συνολικά τα 879 εκ ευρώ. Σε κάθε περίπτωση θα δημιουργηθεί αντίστοιχη μείωση της σημερινής ανεμικής κατανάλωσης.
Το νέο αυτό τριπλό χτύπημα στην αγορά σηματοδοτεί μια νέα εποχή ακριβότερου χρήματος. Την επιβάρυνση των εξαντλημένων επιχειρήσεων και τη μείωση της κατανάλωσης λόγω αύξησης των δόσεων των νοικοκυριών, έρχεται να συμπληρώσει η επιδείνωση της ήδη τραγικής κατάστασης έλλειψης ρευστότητας, αφού οι χορηγήσεις νέων δανείων, εκτός από ελάχιστες θα είναι κατά πολύ ακριβότερες.
Από την πλευρά των ελληνικών τραπεζών έντονη ανησυχία προκαλεί η αύξηση του επιτοκίου, αφού στα 2/3 των ιδιωτικών δανείων που εξοφλούνται με κυμαινόμενο επιτόκιο, είναι αναμενόμενο ότι θα προκληθεί μεγαλύτερη ασυνέπεια μη εξυπηρετούμενων δανείων και κατά συνέπεια η αύξηση των επισφαλειών των τραπεζών θα ξεπεράσει τα 31 δις και το 12% των μέχρι σήμερα προβλέψεων.
Επίσης, εάν κάποιος επιχειρήσει να αποκομίσει μια εικόνα από τις επιπτώσεις στις δανειακές ανάγκες της χώρας μας για την περίοδο 2011-2015, υπολογίζοντας ότι τα τοκοχρεολύσια εξυπηρέτησης του Δημόσιου Χρέους, φθάνουν την επόμενη 5ετία τα 231 δις ευρώ, θα διαπιστώσει ότι τα νούμερα «καίνε» πολύ περισσότερο από αυτά του ιδιωτικού δανεισμού. Η επιβάρυνση του ελληνικού Δημόσιου από την υφιστάμενη αύξηση 0,25% του επιτοκίου δανεισμού, ξεπερνά το 1 δις ετησίως, ενώ η εκτιμώμενη αύξηση του 0,75% για το 2011 μεταφράζεται σε 3 δις ετησίως, εξανεμίζοντας μέσα στην επόμενη 2ετία την μείωση του επιτοκίου των 110 δις κατά 100 μονάδες βάσης.
Το ελληνικό εμπόριο αναμφισβήτητα διανύει την χειρότερη περίοδο της μακράς ιστορίας του και εκτός από την αύξηση των ευρωεπιτοκίων, την μείωση της κατανάλωσης, την έλλειψη ρευστότητας, πλήττεται ακόμη περισσότερο από τις συνεχείς συζητήσεις και τα εφιαλτικά σενάρια για αναδιάρθρωση του χρέους, για «κούρεμα», για επιμήκυνση και για διάφορες παραλλαγές τους.
Η ΕΣΕΕ καλεί την ελληνική Κυβέρνηση να μην περιορίζεται επί του παρόντος, μόνο σε διαψεύσεις της φημολογίας περί αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, αλλά να αποκλείσει οριστικά, ότι δεν πρόκειται να λάβει την πολιτική απόφαση της αναδιάρθρωσης και να βάλει τέλος στα διάφορα σενάρια για το χρέος που φυγαδεύουν τις καταθέσεις από τις ελληνικές τράπεζες και συντηρούν το κλίμα αβεβαιότητας στην αγορά.
Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά:
«Το χρήμα στην ελληνική αγορά εκτός από ελάχιστο γίνεται και ακριβότερο. Για 2,5 εκ. δανειολήπτες αυξάνονται τα επιτόκια των δανείων τους επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο την τραγική κατάσταση της έλλειψης ρευστότητας. Ταυτόχρονα η αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ χτυπά τη Ελλάδα και επιδεινώνει την ευάλωτη δημοσιονομική της θέση. Στα καθημερινά σενάρια των καταστροφικών θεωριών που σκορπούν φόβο και τρόμο στην αγορά, ήρθε να προστεθεί το τριπλό κτύπημα της αύξησης των ευρωεπιτοκίων που ενισχύει τις επιζήμιες συζητήσεις είτε της «φιλικής» αναδιάρθρωσης είτε του καλού «κουρέματος» είτε της «ανώδυνης» επιμήκυνσης του συνολικού μας χρέους.
Οι μικρομεσαίου έμποροι επιλέγουμε την προοπτική σωτηρίας της χώρας μας και όχι της πτωχευτικής αναδιάρθρωσης. Άλλωστε η όποια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι μια πολιτική απόφαση που εκτός από οικονομική σημαίνει και πολιτική χρεοκοπία που μπορεί να καταλήξει σε εθνική ντροπή και κοινωνική οργή.
Η Ελλάδα δεν πρέπει και δεν συμφέρει την Ευρώπη να πτωχεύσει, αφού τα 2/3 του χρέους των 347 δισ. ευρώ ανήκουν σε ξένες τράπεζες και φορείς. Αντί λοιπόν να συζητάμε την αναδιάρθρωση του χρέους μας, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε ακριβώς τις επιπτώσεις στην οικονομία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες, τα ομόλογα και τις καταθέσεις, ας εξετάσουμε προσεκτικά την χαμηλότοκη επιμήκυνση του δανεισμού μας και ας σκεφτούμε σοβαρά πως θα αναδιαρθρώσουμε τους όρους του Μνημονίου που πνίγουν την αγορά».