Ποσοστό αναπλήρωσης, κατάργηση του ΕΚΑΣ και εισοδηματικά κριτήρια δυναμιτίζουν τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές
Με την προοπτική ότι το νομοσχέδιο για το νέο Ασφαλιστικό θα πρέπει να εισαχθεί στην Ολομέλεια το αργότερο μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου, σύμφωνα πάντα με τα όσα αποφασίστηκαν στην χθεσινή κυβερνητική σύσκεψη, το αρμόδιο επιτελείο του Υπουργείου Εργασίας εργάζεται πυρετωδώς για την οριστικοποίηση των θεσμικών αλλαγών.
Αυτή την φορά, στόχος της κυβέρνησης δεν είναι το επίμαχο νομοσχέδιο να κατατεθεί με την διαδικασία του κατεπείγοντος, ώστε να μην αναγκαστεί εκ νέου ν΄ αντιμετωπίσει αντιδράσεις από το σώμα των βουλευτών της αλλά και να κάμψει, όσο το δυνατόν, αυτές της αντιπολίτευσης. Η πρόθεση του μεγάρου Μαξίμου είναι οι διατάξεις να τεθούν στην «βάσανο» από τις αρμόδιες επιτροπές και να οδεύσει προς ψήφιση στις αρχές του Φεβρουαρίου 2016.
Το σκεπτικό των ανθρώπων του Υπουργείου Εργασίας είναι ο επανυπολογισμός των καταβαλλόμενων συντάξεων με βάση νέους συντελεστές αναπλήρωσης, χωρίς όμως να επέλθει νέα μείωση των κυρίων συντάξεων, καθώς, οι όποιες διαφορές προκύψουν θα αφορούν σε εξατομικευμένες διαφορές εκάστου συνταξιούχου. Ο επανυπολογισμός, σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου, σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως λογιστικό τρικ προκειμένου να «απορροφηθούν» οι μειώσεις των συντάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ΣτΕ.
Ωστόσο οι δανειστές θα εξετάσουν το κατά πόσον, με τα νέα και οριστικά ποσοστά αναπλήρωσης (με τα οποία θα υπολογιστούν παλιές και νέες συντάξεις), η όλη μεταρρύθμιση θα αποδειχθεί ικανή να αντέξει σε βάθος χρόνου ή θα έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα. Η απόφαση αυτή θα κρίνει και το εάν θα πέσει νέο «μαχαίρι» στις υφιστάμενες συντάξεις, ανεξάρτητα από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα περί μη περαιτέρω μείωση συντάξεων.
Ο λόγος για ον οποίο επιμένουν οι δανειστές σε νέες μειώσεις συντάξεων είναι ότι θεωρούν το «ψαλίδισμα» ως την μόνη ικανή συνθήκη για ν΄ αντιμετωπιστεί η «μαύρη τρύπα» των 665 εκατ. ευρώ στο πακέτο ύψους 1,8 δισ. ευρώ που πρέπει να εφαρμοστεί έως το τέλος του 2016. Γι΄ αυτό εμφανίζονται αδιάλλακτοι σε κάθε μέτρο που καταθέτει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η ελληνική πλευρά, είτε αυτό αφορά σε αύξηση ασφαλιστικών εισφορών είτε στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Επίσης, οι τελικές ρυθμίσεις για την εθνική σύνταξη δεν θα παρουσιαστούν στις επιτροπές προτού εγκριθούν από τους εκπροσώπου των δανειστών, ακριβώς για να μην νοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει τα περί «παράλληλου προγράμματος».
Τα μείζονα σημεία διαφωνίας για το Ασφαλιστικό
Τα σημεία στα οποία ακόμη υφίσταται διαφωνία μεταξύ των δύο μερών είναι:
– Το ποσοστό αναπλήρωσης . Η κυβέρνηση προτείνει 55%-70% για τις κύριες συντάξεις ενώ οι θεσμοί δε δέχονται η αναπλήρωση επί του συντάξιμου μισθού να υπερβαίνει το 48%.
– Η θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων .Υπενθυμίζουμε ότι οι δανειστές στην τελευταία διαπραγμάτευση ζήτησαν από τον κ. Κατρούγκαλο η Εθνική Σύνταξη των 384 ευρώ να καταβάλλεται με τη συμπλήρωση 20 ετών απασχόλησης αντί 15.
Σε περίπτωση που συνεχιστεί η καταβολή της μετά τη συμπλήρωση 15ετίας απαίτησαν να θεσπιστούν εισοδηματικά κριτήρια και η σύνταξη να αντικατασταθεί από ένα προνοιακό επίδομα προκειμένου να απεμπλακεί κάθε είδους προνοιακή παροχή από την συνταξιοδοτική δαπάνη.
– Η διακοπή της χορήγησή του ΕΚΑΣ σε 70.000 «προνομιούχους» χαμηλοσυνταξιούχους ( 20% του συνόλου των δικαιούχων) το Μάρτιο του 2016 μέσω της αυστηροποίησης των εισοδηματικών κριτηρίων και η σταδιακή κατάργησή του έως το 2019.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος παρουσίασε μελέτη της επιτροπής απασχόλησης και κοινωνικών υποθέσεων του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για τις επιπτώσεις που θα έχει η κατάργηση του ΕΚΑΣ στις αδύναμες κατηγορίες των συνταξιούχων προκαλώντας τη δυσφορία των δανειστών για τους αντιπερισπασμούς της ελληνικής πλευράς για θέματα που έχουν συμφωνηθεί.