Ανυποχώρητοι στις αξιώσεις τους οι δανειστές – Ασφαλιστικό και Συνταξιοδοτικό δυναμιτίζουν την σύγκλιση
Παρά τις ευοίωνες δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο οποίος εμφανίστηκε ικανοποιημένος με την πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής πλευράς και των δανειστών της [βλ. σχετικά: Πρόοδο στη διαπραγμάτευση βλέπει ο Ντομπρόβσκις], αλλά και αυτών του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου, που κινήθηκαν σε ανάλογα καθησυχαστικό κλίμα, η κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ασφαλής», μετά την αποχώρηση των εκπροσώπων των Θεσμών [βλ. σχετικά: Στον αέρα η διαπραγμάτευση – Έφυγαν οι θεσμοί].
Την ίδια ώρα, η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ απαιτεί απρόσκοπτη υλοποίηση γενναίων μεταρρυθμίσεων στον τομέα των συνταξιοδοτήσεων, προκειμένου να επιτραπεί η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους [βλ. σχετικά: Η «εξίσωση» της Λαγκάρντ για το χρέος].
Οι δανειστές εμφανίζονται ανυποχώρητοι στις αξιώσεις τους και στις ενστάσεις τους ως προς την πρόταση Κατρούγκαλου, τις οποίες μάλιστα παρέδωσαν σε λίστα όπως τους ζήτησε ο υπουργός Εργασίας. Ο κ. Κατρούγκαλος, μετά το τέλος της χθεσινής τρίωρης συνάντησης, χαρακτήρισε τη διαπραγμάτευση ως αναλυτική και σκληρή, εκτιμώντας πως «φαίνεται ότι είναι ρεαλιστικό ότι μπορούμε να καταλήξουμε καλά για τον τόπο σύντομα, όπως είναι το εθνικό συμφέρον».
Ποια «αγκάθια» παραμένουν
H διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί με βάση την ατζέντα που έχει διαμορφωθεί και η οποία περιλαμβάνει τα εξής φλέγοντα θέματα:
– Εθνική σύνταξη. Οι δανειστές επιμένουν να καταβάλλεται με εισοδηματικά κριτήρια μετά από 20 χρόνια ασφάλισης αντί για 15 που προτείνει το νομοσχέδιο.
– Μείωση συντελεστών υπολογισμού των νέων συντάξεων . Αυτό σημαίνει ότι αν μειωθούν οι υψηλοί συντελεστές 66%-80% βάσει των οποίων υπολογίζονται οι συντάξεις των χαμηλόμισθων κάτω των 800 ευρώ με 15- 25 έτη ασφάλισης , οι συντάξεις που σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου κυμαίνονται από 475- 560 ευρώ θα συρρικνωθούν ακόμα περισσότερο.
– Προσωπική διαφορά που προκύπτει από των επαναυπολογισμό των καταβαλλόμενων συντάξεων . Οι δανειστές αμφισβητούν την χρησιμότητά της αφού δεν παράγει άμεσο δημοσιονομικό όφελος.
– Αύξηση εισφορών κατά 1,5% στον κλάδο επικούρησης για τρία χρόνια. Οι δανειστές απέρριψαν την πρόταση υποστηρίζοντας ότι θα αμβλύνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Ρώτησαν μάλιστα τον Υπουργό Εργασίας πως σκοπεύει να καλύψει το δημοσιονομικό κενό μετά το πέρας της τριετίας . Το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι σε τρία χρόνια θα έχουμε επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτρέψουν μεγαλύτερα έσοδα από εισφορές στα ταμεία λόγω της αύξησης της απασχόλησης . Το κουαρτέτο δε θεωρεί ασφαλή την εκτίμηση καθώς έχει πιο συντηρητική εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας.
Παίρνουν (πάλι) σειρά τα τεχνικά κλιμάκια
Οι δανειστές κράτησαν τα χαρτιά τους κλειστά αποφεύγοντας να δώσουν την οριστική τους γνώμη με αποτέλεσμα όλα τα θέματα να παραμένουν ανοιχτά χωρίς σημεία σύγκλισης.
Ο κ. Κατρούγκαλος επανέλαβε ότι δεν τέθηκε θέμα μείωσης των συντάξεων ενώ ενημέρωσε τους θεσμούς ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένας παράλληλος διάλογος με κοινωνικούς φορείς ( αγρότες , ελεύθερους επαγγελματίες , επιστήμονες) και ότι στο αρχικό σχέδιο που έχει τεθεί μπορεί να υπάρχουν περαιτέρω αλλαγές.
Μετά την αναχώρηση των θεσμών, χθες το απόγευμα, η συζήτηση θα συνεχιστεί την ερχόμενη εβδομάδα με τα τεχνικά κλιμάκια.
Φωτίου: Εξορθολογισμός, όχι για περικοπή επιδομάτων
Το θέμα της αναδιάρθρωσης της επιδοματικής πολιτικής και την επέκταση καταβολής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συζήτησε με το κουρτέτο η αναπληρώτρια υπουργός Πρόνοιας Θεανώ Φωτίου.
Η κ. Φωτίου έκανε λόγο για εξορθολογισμό και όχι για περικοπή των επιδομάτων, ώστε να μπει τάξη στην περίπτωση που διαπιστωθεί αλληλοκάλυψη ή κριθούν αναποτελεσματικά. Το μαχαίρι πάντως δε θα αποφευχθεί, αφού θα τα εισοδηματικά κριτήρια θα γίνουν αυστηρότερα.
Παράλληλα, με νομοσχέδιο που θα προωθηθεί άμεσα στη βουλή θα προβλέπεται η καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ( κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) σε 50.000 άτομα σε 30 δήμους που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχεια από την 1η Απριλίου 2016. Η πλήρης εφαρμογή του μέτρου για όλη τη χώρα θα γίνει σταδιακά το 2017 και το κόστος θα ανέλθει σε 900 εκ ευρώ (σύμφωνα με το μνημόνιο το κονδύλι για κοινωνική προστασία θα πρέπει να περιοριστεί κατά 0,5% του ΑΕΠ).
Το επίδομα για κάθε μεμονωμένο ενήλικα θα είναι 200 ευρώ τον μήνα, εφόσον δεν έχει άλλη πηγή εσόδων. Για κάθε επιπλέον ενήλικα σε ένα νοικοκυριό (εισάγεται η έννοια του νοικοκυριού και όχι της οικογένειας) θα καταβάλλονται επιπλέον 100 ευρώ, ενώ για κάθε ανήλικο μέλος θα καταβάλλονται επιπλέον 50 ευρώ.