Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δημοσιεύτηκε σήμερα, η λειτουργία της Task Force στην χώρα μας χαρακτηρίστηκε από αρκετές αδυναμίες και αναποτελεσματικότητα.
H Task Force συστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 με στόχο να παράσχει τεχνική βοήθεια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η λειτουργία της σταμάτησε το 2015, όταν αντικαταστάθηκε από την Υπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Παρότι η ομάδα δράσης απέδειξε ότι πρόκειται για μηχανισμό ικανό να παράσχει τεχνική βοήθεια σύνθετης φύσης, υπήρξαν αδυναμίες στον σχεδιασμό ορισμένων έργων, ενώ όσον αφορά την επιρροή που ασκήθηκε στην πρόοδο της μεταρρύθμισης τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα» δήλωσε ο Μπαουντίγιο Τομέ Μουγκουρούζα, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ελεγκτές, η Task Force, παρόλο που παρείχε κατάλληλη βοήθεια στις ελληνικές αρχές, σύμφωνη με την εντολή της και εναρμονισμένη με τις απαιτήσεις του προγράμματος, δεν συνέβαλε πάντοτε ικανοποιητικά στην επίτευξη των μεταρρυθμίσεων. Όπως εξηγεί η έκθεση, λόγω της επείγουσας κατάστασης, κατέστη επιτακτική η ταχεία συγκρότηση της ομάδας δράσης, χωρίς να λάβει χώρα εμπεριστατωμένη ανάλυση άλλων επιλογών και χωρίς την πρόβλεψη ειδικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, δεν υπήρχε ένα ενιαίο, αναλυτικό έγγραφο στρατηγικής που να αποτελεί τη βάση για την παροχή της βοήθειας ή την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.
Η έκθεση επισημαίνει, μάλιστα, ότι ο αντίκτυπος της τεχνικής βοήθειας στην πρόοδο της μεταρρύθμισης δεν ήταν πάντα επιτυχής, δεδομένου ότι η υλοποίηση ξέφευγε του πεδίου ελέγχου της ομάδας δράσης και εξαρτάτο από εξωτερικούς παράγοντες. Στον τομέα των διαρθρωτικών δαπανών η πρόοδος ήταν ικανοποιητική, αλλά, όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και της φορολογίας, η τεχνική βοήθεια ήταν μόνον εν μέρει αποτελεσματική.
Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, η Task Force δεν παρείχε πάντα η ίδια τεχνική βοήθεια αλλά συντόνιζε την ανάθεση έργων σε άλλους παρόχους υπηρεσιών. Από τα έργα μακροπρόθεσμης τεχνικής βοήθειας που υποβλήθηκαν σε έλεγχο, τέσσερα ανατέθηκαν απευθείας από την Επιτροπή (δύο στο ΔΝΤ στον τομέα της φορολογίας και δύο σε εθνικούς οργανισμούς ανάπτυξης στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της φορολογίας).
Στον τομέα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (μείωση των διοικητικών βαρών), οι ελληνικές αρχές σύνηψαν συμφωνία συνεισφοράς με τον ΟΟΣΑ. Η έκθεση του ΕΕΣ διαπιστώνει πως οι διαδικασίες επιλογής των παρόχων υπηρεσιών δεν βασίζονταν πάντοτε σε εμπεριστατωμένη ανάλυση των διαθέσιμων εναλλακτικών προτάσεων και σε ορισμένες συμβάσεις παροχής μακροπρόθεσμης βοήθειας δεν ορίζονταν με σαφήνεια ο ρόλος τους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της προόδου, οι ελεγκτές έκριναν ότι ήταν αποτελεσματική, αλλά η εμβέλεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν σε εξωτερικούς παρόχους διέφερε σημαντικά. Επιπλέον, δεν υπήρξε συστηματική παρακολούθηση του τρόπου με τον οποίο οι ελληνικές αρχές έδωσαν συνέχεια σε διατυπωθείσες συστάσεις ούτε και του ευρύτερου αντίκτυπου της βοήθειας.
Το ΕΕΣ στην έκθεσή του περιλαμβάνει συστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ελεγκτές συνιστούν, πρώτον, οποιοσδήποτε φορέας παροχής τεχνικής βοήθειας να δρα βάσει στρατηγικής με σαφώς καθορισμένους στόχους, δεύτερον, οι δραστηριότητες τεχνικής βοήθειας να ιεραρχούνται βάσει προτεραιοτήτων και να υλοποιούνται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και, τρίτον, οι εν λόγω δραστηριότητες να εστιάζουν στην ενίσχυση της ικανότητας των εθνικών διοικητικών Αρχών, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας τους και η βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων.
Οι ελεγκτές συνιστούν επίσης στην Επιτροπή:
– Να δημιουργήσει μια δεξαμενή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μπορούν να τοποθετούνται, αναλόγως των αναγκών, σε έργα τεχνικής βοήθειας στα κράτη – μέλη.
– Να εξορθολογήσει τον αριθμό των εταίρων με σκοπό να διασφαλιστεί η συνοχή και να απαιτούνται λιγότερες προσπάθειες συντονισμού των πολιτικών.
– Να επιλέγει παρόχους υπηρεσιών βάσει συγκριτικής ανάλυσης των διαθέσιμων επιλογών και να καθορίζει σαφώς το πεδίο αναφοράς της τεχνικής βοήθειας.
– Να διασφαλίσει ότι η υλοποίηση της τεχνικής βοήθειας παρακολουθείται και αξιολογείται συστηματικά, καθώς και ότι τα διδάγματα που αντλούνται αξιοποιούνται στην όλη διαδικασία.
Σημειώνεται, τέλος, ότι το ΕΕΣ αναμένεται να δημοσιεύσει νέα έρευνα που θα αφορά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του ελληνικού προγράμματος, στα τέλη του έτους ή στις αρχές του επόμενου.