Ομόλογα διεθνών και υπερεθνικών Οργανισμών, συνολικού ύψους 16,3 δισ. ευρώ, είχε αγοράσει έως τις 4 Δεκεμβρίου 2015 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στο πλαίσιο του διευρυμένου προγράμματος αγορών τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Αυτό προκύπτει από την απάντηση του Προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Νότη Μαριά, η οποία έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ.
«Όσον αφορά τα συγκεκριμένα ερωτήματά σας, επιβεβαιώνω ότι, έως τις 4 Δεκεμβρίου 2015, οι αγορές που διενεργήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος – στο πλαίσιο του διευρυμένου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος – ανήλθαν σε 12,5 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP) και σε 3,8 δισεκ. ευρώ στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος αγοράς καλυμμένων ομολογιών (covered bond purchase programme – CBPP3)», σημειώνει ο κ. Ντράγκι.
«Τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου επί του παρόντος δεν κρίνονται αποδεκτά για αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP. Πρόσφατα, σε επιστολή που απέστειλα στους συναδέλφους σας, κ. Παπαδημούλη και κ. Κούλογλου, στις 12 Ιανουαρίου 2016, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στα κριτήρια που ισχύουν για ομόλογα που εκδίδονται από κυβερνήσεις, προκειμένου να γίνονται αποδεκτά για αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP», συνέχισε ο Ντράγκι, προσθέτοντας: «Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP, η Τράπεζα της Ελλάδος επί του παρόντος αγοράζει υποκατάστατα περιουσιακά στοιχεία. Στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται ομόλογα που εκδίδονται από άλλες χώρες παρά μόνο ομόλογα που εκδίδονται από διεθνείς ή υπερεθνικούς οργανισμούς εγκατεστημένους στη ζώνη του ευρώ (Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και Ευρωπαϊκή Ένωση)».
«Θα ήθελα να σας επισημάνω ότι η ΕΚΤ δεν παρέχει περαιτέρω ανάλυση για τις αγορές που διενεργούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από άλλη εθνική κεντρική τράπεζα για κανένα χαρτοφυλάκιο νομισματικής πολιτικής. Οι πληροφορίες αυτές, παρότι δεν είναι απαραίτητες για την ανάλυση της νομισματικής πολιτικής, εφόσον δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις στις αγορές όσον αφορά επιμέρους τίτλους και να παρακωλύσουν την ομαλή και αποτελεσματική εφαρμογή των προγραμμάτων αγοράς της ΕΚΤ», καταλήγει την επιστολή του ο κεντρικός τραπεζίτης.