Αντιμέτωπη με εντεινόμενες πιέσεις για την λήψη νέων μέτρων χαλάρωσης της νομισματικής της πολιτικής βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Ο γενικός πληθωρισμός, που παρακολουθεί η ΕΚΤ, υποχώρησε στο -0,2% από 0,3% τον Ιανουάριο, πολύ μακριά από τον στόχο της ΕΚΤ, που είναι κοντά στο 2%, και χαμηλότερα από τις προσδοκίες για μηδενικό πληθωρισμό.
Σε συνδυασμό με τα αδύναμα στοιχεία για το οικονομικό κλίμα και την παραγωγή, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό δείχνουν ότι η υποτονική ανάπτυξη της Ευρωζώνης επιβραδύνεται, εντείνοντας τις φωνές που ζητούν μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής για τη στήριξη της οικονομίας της, η οποία δεν έχει φθάσει ακόμη στο πριν από την κρίση μέγεθός της.
«Ο αποπληθωρισμός θα ήταν καταστροφή για την Ευρωζώνη, καθώς το βάρος του υψηλού χρέους θα αυξανόταν», δήλωσε οικονομολόγος της Nordea, προσθέτοντας: «Συνεπώς, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χαλαρώνει σημαντικά τη νομισματική πολιτική». «Ανεξάρτητα, όμως, από το τι θα αποφασίσει η ΕΚΤ στις 10 Μαρτίου, ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να κινείται κοντά στο μηδέν στους επόμενους λίγους μήνες, πριν αρχίσει να αυξάνεται – εφόσον είναι καλή η συμπεριφορά των τιμών του πετρελαίου», συνέχισε.
Πιο ανησυχητικό για την ΕΚΤ είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, υποχώρησε στο 0,8% από 1%, υποδηλώνοντας ότι οι χαμηλές τιμές πετρελαίου διαχέονται στις τιμές άλλων αγαθών και υπηρεσιών, προκαλώντας ένα δευτερογενές αποτέλεσμα που θα μπορούσε να εδραιώσει τον χαμηλό πληθωρισμό και να οδηγήσει σε αποπληθωρισμό.
Πράγματι, ο Διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, που είναι μέλος με επιρροή στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, προειδοποίησε το Σαββατοκύριακο ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να δράσει, εάν φανεί ότι οι χαμηλές τιμές ενέργειας έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων της κατά 10 μονάδες βάσης, στο -0,4% τον Μάρτιο, χρεώνοντας ακόμη περισσότερο τις τράπεζες για τις καταθέσεις τους σε αυτή, ενώ οι επενδυτές αναμένουν επίσης από την κεντρική τράπεζα να αυξήσει το πρόγραμμά της αγορών ομολόγων, ύψους 1,5 τρις. ευρώ.
Η ΕΚΤ πιθανόν να ανησυχήσει και για την πτώση των τιμών των μετοχών, ιδιαίτερα των τραπεζικών, καθώς η αστάθεια της αγοράς θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να συγκρατούν τις πιστώσεις τους και ουσιαστικά να αντιστρέφουν τα αποτελέσματα της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης.
Αν και οι καταναλωτικές δαπάνες, που αποτελούν στην πραγματικότητα τη μόνη μηχανή ανάπτυξης, διατηρούνται σε σχετικά καλά επίπεδα, μία σειρά ασθενών ερευνών οικονομικού κλίματος και στοιχείων επιχειρηματικής δραστηριότητας (PMI) δείχνουν ότι η Ευρωζώνη όλο και περισσότερο πλήττεται από την επιβράδυνση των αναδυόμενων αγορών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος της Ευρωζώνης επιδεινώθηκε το Φεβρουάριο πολύ περισσότερο του αναμενόμενου, υποχωρώντας στις 103,8 μονάδες, λίγο μόνο πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, από 105,1 μονάδες τον Ιανουάριο. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης μειώθηκε στις -8,8 μονάδες από -6,3 μονάδες τον Ιανουάριο και -5,7 μονάδες τον Δεκέμβριο.
Τα ανησυχητικά στοιχεία για τον πληθωρισμό έρχονται λίγο μετά την προειδοποίηση της συνόδου της G20 ότι οι ηγέτες πρέπει να κοιτάξουν πέρα από τα πολύ χαμηλά επιτόκια και την εκτύπωση χρήματος για να βγάλουν την παγκόσμια οικονομία από τον λήθαργό της. Ωστόσο, η σύνοδος δεν κατόρθωσε να περιγράψει οποιαδήποτε τολμηρά μέτρα και κάλεσε τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τις χαλαρές πολιτικές τους, καθώς η ασθενής ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας επηρεάζει όλες τις μεγάλες οικονομίες και οι χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων αυξάνουν τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.