Τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καθώς και άλλες κεντρικές τράπεζες -της Ελβετίας, της Δανίας, της Σουηδίας και της Ιαπωνίας- κρούει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements, BIS) με το τριμηνιαίο δελτίο της για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
«Η αναταραχή των τελευταίων μηνών είχε εν μέρει ως βάση την αυξανόμενη αντίληψη στις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να μην έχουν άλλες αποτελεσματικές επιλογές μέτρων πολιτικής» αναφέρει η έκθεση της BIS.
«Οι αγορές μετέθεσαν περαιτέρω για το μέλλον τις προσδοκίες τους για τη συνέχιση της σταδιακής εξομάλυνσης (σ.σ.: αύξησης των επιτοκίων) της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed). Και καθώς η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η ΕΚΤ σηματοδότησαν τη βούλησή της του να επεκτείνουν τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές έδειξαν μεγαλύτερες ανησυχίες για τις παράπλευρες συνέπειες των αρνητικών επιτοκίων» σημειώνει η BIS.
«Παρά τις ακραία χαλαρές νομισματικές συνθήκες, η ανάπτυξη είναι υποτονική και ο πληθωρισμός παραμένει επίμονα πολύ χαμηλός σε κρίσιμες περιοχές» δήλωσε ο Κλαούντιο Μπόριο, επικεφαλής οικονομολόγος της BIS, προσθέτοντας: «Οι παράγοντες της αγοράς το έχουν σημειώσει και η εμπιστοσύνη τους στις θεραπευτικές δυνάμεις των κεντρικών τραπεζών κλονίζεται, πιθανόν για πρώτη φορά».
H BIS αναφέρει ότι οι κεντρικές τράπεζες έδειξαν ότι μπορούν να μειώσουν τα επιτόκιά τους κάτω από το μηδέν, αλλά τονίζει ότι «υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για τη συμπεριφορά των ατόμων και των (χρηματοπιστωτικών) ιδρυμάτων, εάν τα επιτόκια μειωθούν περαιτέρω κάτω από το μηδέν ή παραμείνουν αρνητικά για μία παρατεταμένη περίοδο.
«Τη χρηματοπιστωτική αναταραχή που προκλήθηκε από την εξασθένηση της παγκόσμιας οικονομίας ακολούθησε μία δεύτερη φάση αναταραχής, όπου οι αγορές εστίασαν στην πιθανότητα να μειώσουν οι κεντρικές τράπεζες περαιτέρω τα επιτόκιά τους σε αρνητικό έδαφος και, ως αποτέλεσμα, να εντείνουν την επίμονη αδυναμία των τραπεζικών κερδών», σημειώνεται σχετικά με τα αίτια της πτώσης των χρηματιστηρίων και ιδιαίτερα των τραπεζικών μετοχών.
«Ακόμη πιο άμεσα, τα αρνητικά επιτόκια μπορεί να εξασθενήσουν και/ή την ευρωστία ιδρυμάτων με μακροχρόνιες υποχρεώσεις, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στα επιχειρησιακά τους μοντέλα», σημειώνεται στην έκθεση.
Το πρόβλημα στην κερδοφορία των τραπεζών προκύπτει, επειδή οι τράπεζες πρέπει να πληρώνουν τόκους για τα διαθέσιμά τους στις κεντρικές τράπεζες που διατηρούν αρνητικά επιτόκια, ενώ δεν χρεώνουν τόκους στις καταθέσεις που έχουν φυσικά πρόσωπα, από τον φόβο μίας μεγάλης εκροής τους.
Το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ είναι σήμερα -0,30% και, όπως αναφέρει η ΕΚΤ, επιβάλλεται στα διαθέσιμα των τραπεζών πέραν των υποχρεωτικών. Η μέση επιβάρυνση με τόκους των τραπεζών της Ευρωζώνης για τις καταθέσεις τους στην ΕΚΤ ανέρχεται στο 0,25% των διαθεσίμων τους, σύμφωνα με την BIS.
«Η εμπειρία έως τώρα δείχνει ότι τα ήπια αρνητικά επιτόκια μεταδίδονται στις αγορές χρήματος, εν πολλοίς με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα θετικά επιτόκια. Φαίνεται, επίσης, ότι μεταδίδονται στα επιτόκια μεγαλύτερης διάρκειας και υψηλότερου κινδύνου, αν και αυτή η εκτίμηση θολώνει από την επίδραση συμπληρωματικών μέτρων νομισματικής πολιτικής (σ.σ.: όπως το πρόγραμμα αγορών ομολόγων της ΕΚΤ). Αντίθετα, τα επιτόκια καταθέσεων των φυσικών προσώπων παρέμειναν άθικτα έως τώρα, κάτι που έγινε εν μέρει σκόπιμα. Και, τουλάχιστον στην Ελβετία, τα αρνητικά επιτόκια οδήγησαν στην αύξηση αντί στη μείωση των επιτοκίων για τα στεγαστικά δάνεια».