Την ανάγκη να αλλάξει το υψεσιακό μίγμα πολιτικής, ώστε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης η οικονομία υπογραμμίζει ο ΣΕΒ.
Η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί σε ένα υψηλό επίπεδο ανεργίας (γύρω στο 25%) που τείνει να αποκτήσει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τονίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο του δελτίο αναφέροντας ότι η παραμονή της ανεργίας σε τόσο υψηλά επίπεδα εκφράζει την αδυναμία της οικονομίας να παράγει πλούτο, εισοδήματα και ανταγωνιστικές θέσεις εργασίας, χωρίς εξωτερικό δανεισμό και δημοσιονομικά ελλείμματα.
Στο δελτίο του ΣΕΒ αναφέρεται:
«Η παραγωγική δομή της Ελλάδας συγκεντρώνεται γύρω από δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ο εξαγωγικός προσανατολισμός των δυναμικών κλάδων της οικονομίας είναι περιορισμένος.
Έχει παρατηρηθεί ότι όταν η ανεργία αυξηθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, τότε είναι πιθανό να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια. Οι άνεργοι αποθαρρύνονται καθώς θεωρούν μάταιη την προσπάθεια εξεύρεσης εργασίας. Χάνουν δε σταδιακά τις εργασιακές τους εξειδικεύσεις όσο περισσότερο χρόνο παραμένουν άνεργοι. Οι επιχειρήσεις κλείνουν και κανείς δεν προσλαμβάνει παρά μόνο σε συνθήκες παράτυπες, δηλ. χωρίς εργασιακή προστασία και κοινωνική ασφάλιση.
Παρά την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, έχουν ήδη συμπληρωθεί επτά χρόνια συνεχούς μείωσης των επενδύσεων. Αυτό συμβαίνει διότι δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και ούτε διαφαίνονται στον ορίζοντα αλλαγές πολιτικής που μπορεί να οδηγήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων αποθαρρύνουν τις ξένες επενδύσεις και το προσφυγικό, αν δεν αντιμετωπισθεί ριζικά, μπορεί να οδηγήσει σύντομα τον τουρισμό σε ύφεση. Η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα μεγάλων αυξήσεων στη φορολογία και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που, μαζί με τις μειώσεις στην συνταξιοδοτική δαπάνη, προοιωνίζονται σημαντική κάμψη του διαθέσιμου εισοδήματος. Και αυτό συμβαίνει χωρίς να λαμβάνονται μέτρα ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας ώστε να γίνει φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα.
Αυτό το μίγμα πολιτικής είναι άκρως υφεσιακό και οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν είναι δυνατόν η “αναπτυξιακή” πολιτική να εξαντλείται στην όποια ελάφρυνση χρέους συμφωνηθεί ως ανταμοιβή της ολοκλήρωσης της 1ης αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου.
Η οικονομία δε σώζεται με προσωρινές ελαφρύνσεις εκατομμυρίων που μεταθέτουν την δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον. Η οικονομία χρειάζεται ιδιωτικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων, και προς αυτή την κατεύθυνση η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί.
Το κράτος-κωπηλάτης είναι νεκρό. Το κράτος-στρατηγείο διαμορφώνει το κλίμα για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, να γίνουν επενδύσεις και να αυξηθεί η απασχόληση. Και το κράτος αυτό συνεπικουρείται από μία ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση που εφαρμόζει τους νόμους και υλοποιεί τα μέτρα, χωρίς καθυστερήσεις και με αποτελεσματικότητα (και οδηγεί την χώρα εκτός Μνημονίου, όπως στην Κύπρο).
Απαιτούνται, λοιπόν, πρωτοβουλίες υπέρ της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς ενδοιασμούς και προκαταλήψεις, από ανθρώπους που μοιράζονται την αγωνία των επιχειρήσεων και της εργασίας για το αύριο. Διότι χωρίς ιδιωτικές επενδύσεις δεν υπάρχει αύξηση των θέσεων εργασίας. Και χωρίς δουλειές δεν υπάρχει μέλλον σε αυτή την χώρα».