Οι σύμβουλοι Επικρατείας θα καθορίσουν πλέον εάν η Κυβέρνηση θα μπορεί να εισπράξει φόρους, πρόστιμα, κ.λπ. από τις λίστες (Μπόργιανς, κ.λπ.), οι οποίες περιέχουν εμβάσματα και καταθέσεις στο εξωτερικό, πριν από την 30ή Σεπτεμβρίου 2010, όπως προβλέπει ο «νόμος Παπακωνσταντίνου» (νόμος 3888/2010) ή εάν αυτό είναι αντισυνταγματικό και όλα αυτά έχουν περιέλθει ουσιαστικά σε καθεστώς παραγραφής.
Στην αυξημένη 7μελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Σάρπ και εισηγητής ο Πάρεδρος Ιωάννης Δημητρακόπουλος) συζητήθηκαν σήμερα προδικαστικά ερωτήματα που είχαν σταλεί από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, αλλά και αιτήσεις αναίρεσης που αφορούσαν υποθέσεις των οικονομικών ετών 2009 έως και 2012 για επιβολή φόρου εισοδήματος, πρόσθετους φόρους λόγω ανακριβούς δήλωσης, εισφορά αλληλεγγύης κ.λπ.
Τα βασικά ζητήματα που τέθηκαν κατά την σημερινή ακροαματική διαδικασία ήταν η συνταγματικότητα ή μη των επίμαχων φορολογικών ρυθμίσεων που επιτρέπουν τον αναδρομικό έλεγχο και την αναδρομική φορολόγηση των εμβασμάτων του εξωτερικού πριν τη ψήφιση του νόμου 3888/2010 (30.9.2010) και εάν μπορεί το βάρος της απόδειξης, αντί της Εφορίας, να μεταφερθεί στο φορολογούμενο για να αποδείξει την προέλευση των ποσών αυτών.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με τα ερωτήματά του ζητάει από το ΣτΕ να απαντήσει, εάν ισχύουν για τα εμβάσματα και τις καταθέσεις του εξωτερικού προ της 30ης Σεπτεμβρίου 2010, όσα προβλέπει ο νόμος 3888/2010, δηλαδή ότι η Εφορία φορολογεί αυτομάτως τις καταθέσεις και τα εμβάσματα σαν «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και φοροδιαφυγή».
Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έθεσε στους συμβούλους Επικρατείας τα εξής 5 ερωτήματα:
1) Εάν μπορούν να φορολογηθούν ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα ποσά εμβασμάτων, που απεστάλησαν στο εξωτερικό προ του 2010, των οποίων η προέλευση δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα στην Εφορία εισοδήματα.
2) Εάν είναι νόμιμη η μεταφορά στον φορολογούμενο (αντί στην Εφορίας) της υποχρέωσης να αποδείξει αυτός, από πού προέρχονται τα ποσά του εμβάσματος και αν έχουν ήδη φορολογηθεί νόμιμα ή όχι.
3) Μπορεί η υποχρέωση αυτή να επεκταθεί και σε εμβάσματα προγενέστερα της έναρξης ισχύος του νόμου 3888/2010, δηλαδή πριν από τις 30.9.2010 ή είναι αντισυνταγματικό αυτό.
4) Εάν κριθεί, από το ΣτΕ ότι τα εμβάσματα υπόκεινται σε φορολόγηση ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, πώς θα κρίνεται αν τα ποσά καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεγχομένων οικονομικών ετών, δηλαδή, αν θα χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το δηλωθέν εισόδημα ή πρέπει να αφαιρεθούν από αυτό οι τεκμαρτές δαπάνες.
5) Εάν κριθεί από το ΣτΕ, ότι τα εμβάσματα υπόκεινται σε φορολόγηση ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, σε ποια χρονιά (με ποιους συντελεστές) θα πρέπει να φορολογηθούν – στον χρόνο αποστολής του εμβάσματος ή στον χρόνο σχηματισμού της τραπεζικής κατάθεσης από την οποία προήλθε το έμβασμα.
Δεδικασμένο
Πάντως, πρέπει αναφερθεί ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατά το παρελθόν (2013) έχει ταχθεί υπέρ των φορολογουμένων.
Συγκεκριμένα, υπάρχει απόφαση του ΣτΕ που δικαίωσε φορολογούμενο. Η υπόθεση αυτή αφορά την αποζημίωση του ποδοσφαιριστή Πέτρου Μίχου, καθώς η ΔΟΥ Καλλιθέας εντόπισε το 1999, ότι το ποσόν των 34 εκατομμυρίων δραχμών, που κατατέθηκε στον λογαριασμό του ποδοσφαιριστή, δεν είχε δηλωθεί στην φορολογική δήλωση του 1989. Η Εφορία του είχε καταλογίσει αναδρομικά φόρο 19 εκατομμυρίων δραχμών, μαζί με πρόστιμα κ.λπ. Μετά την απόφαση του ΣτΕ, ο ποδοσφαιριστής δικαιώθηκε.
Η απόφαση αυτή του ΣτΕ απετέλεσε στην συνέχεια πιλότο για παρόμοιες υποθέσεις που χειρίστηκαν τα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας.
Εάν τώρα το ΣτΕ παραμείνει σε αυτή τη νομολογιακή γραμμή του 2013 κατακρημνίζονται τα σχέδια της Κυβέρνησης για φορολογικά έσοδα από τις λίστες και γενικότερα από τις καταθέσεις του εξωτερικού, ενώ θα χαθούν τα πρόστιμα (προσαυξήσεις) που επρόκειτο να επιβληθούν και οι διαφορές από τις εισφορές αλληλεγγύης, κ.λπ.
Να σημειωθεί ότι μέχρι να εκδοθούν οι αποφάσεις από το ΣτΕ, αναστέλλεται η εκδίκαση των παρόμοιων εκκρεμών υποθέσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας.
Επίσης, εάν το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματικές τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, τότε οι υποθέσεις αυτές θα παραπεμφθούν για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Τέλος, το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει τις αποφάσεις του.