Η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ενίσχυση της τραπεζικής ρευστότητας παραμένει προς το παρόν αναγκαία, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση του.
Το μέτρο της ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας μέσω των τραπεζών που αφορά τις εγγυήσεις συνίσταται στην έναντι αμοιβής παροχή από το Δημόσιο εγγυήσεων για τους τίτλους που εκδίδουν οι τράπεζες και όχι στην καταβολή χρηματικών ποσών σε αυτές. Οι παρεχόμενες εγγυήσεις διευκολύνουν τις τράπεζες να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα έναντι αποδεκτού ενεχύρου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, λόγω της περικοπής αποτίμησης, τα κεφάλαια που αντλούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των τίτλων που είναι εγγυημένοι από το κράτος υπολείπονται σημαντικά της ονομαστικής αξίας αυτών των τίτλων.
Συνολικά, όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, από τον Ιανουάριο του 2010 μέχρι και το Φεβρουάριο του 2011 οι τράπεζες χρησιμοποίησαν εγγυήσεις ονομαστικής αξίας ύψους 50 δισεκ. ευρώ, βάσει των οποίων, μετά από τιμολόγηση και περικοπή αποτίμησης, άντλησαν από το Ευρωσύστημα ρευστότητα ύψους περίπου 35 δισεκ. ευρώ. Η πρόσφατη επέκταση του μέτρου των εγγυήσεων κατέστη αναγκαία, επειδή:
• η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων παραμένει ιδιαίτερα δυσχερής για τις ελληνικές τράπεζες,
• τα μέχρι στιγμής αντληθέντα μέσω των εγγυήσεων κεφάλαια υπολείπονται των αναγκών ρευστότητας που προκύπτουν από τη συρρίκνωση των καταθέσεων, την απομείωση της αξίας του ενεχύρου, καθώς και την αποπληρωμή υποχρεώσεων στη διατραπεζική αγορά,
• τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ για τη στήριξη της ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ θα αποσύρονται σταδιακά και
• είναι ανάγκη να αποτραπεί το ενδεχόμενο περαιτέρω επιδείνωσης της ύφεσης εξαιτίας ανεπαρκούς χρηματοδότησης της οικονομίας ή απότομης απομόχλευσης του ενεργητικού των τραπεζών.
Για τους λόγους αυτούς, με το άρθρο 19 του νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, που κατατέθηκε στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 2011, προβλέπεται ενίσχυση κατά 30 δισεκ. ευρώ του πυλώνα των εγγυήσεων του άρθρου 2 του Ν. 3723/2008 που αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Διαφοροποιείται όμως η διάταξη του άρθρου 19 του νομοσχεδίου από τον Ν. 3723/2008, κατά το ότι προβλέπει ότι η ενίσχυση θα παρέχεται μόνο εφόσον το αιτούμενο πιστωτικό ίδρυμα έχει καταρτίσει λεπτομερές σχέδιο για τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησής του, το οποίο θα εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ.
Η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα αξιοποιώντας την παροχή των κρατικών εγγυήσεων απέτρεψε την εμφάνιση αρνητικών ρυθμών χρηματοδότησης το 2010. Μολονότι το 2010 το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 2,1%, τα υπόλοιπα τέλους έτους της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα παρέμειναν στα επίπεδα της αρχής του έτους. Χωρίς την έκτακτη παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και με δεδομένο το συνολικό χρηματοοικονομικό περιβάλλον, οι τράπεζες θα ήταν αναγκασμένες να επισπεύδουν την είσπραξη των απαιτήσεων, να περικόπτουν την ανακύκλωση δανείων, να περιορίζουν τις ρυθμίσεις συμβάσεων που διευκολύνουν την εξυπηρέτηση υφιστάμενων δανείων και να απορρίπτουν νέες αιτήσεις δανειοδότησης φερέγγυων πελατών. Τα έκτακτα νομισματικά μέτρα της ΕΚΤ και τα κρατικά μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας απέτρεψαν τον κίνδυνο διαμόρφωσης συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας, επισημαίνει η ΤτΕ.
Τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας που παρέχονται από την ΕΚΤ και το κράτος έχουν ωστόσο προσωρινό χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να διευρύνουν τα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων οι τράπεζες θα προσαρμόσουν, όπως απαιτούν οι περιστάσεις, τη διάρθρωση των περιουσιακών τους στοιχείων και του κόστους. Η προσαρμογή αυτή χρειάζεται να γίνει συντεταγμένα, με τρόπους που ούτε θα επιδεινώνουν τη σημερινή οικονομική ύφεση ούτε θα ανακόπτουν τους ρυθμούς της ανάκαμψης, όταν αυτή ξεκινήσει. Χρειάζεται δηλαδή το συντομότερο δυνατόν οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαμεσολαβούν αυτοδύναμα μεταξύ των αποταμιευτών και επενδυτών, έχοντας απεξαρτηθεί από την ανάγκη έκτακτων στηρίξεων της ΕΚΤ ή του κράτους, τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Σημαντικά αυξημένες λόγω της κρίσης οι ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών.
Σε όλη τη διάρκεια του 2010 και τους πρώτους μήνες του 2011 η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών δέχθηκε ισχυρές πιέσεις, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης και των συνθηκών μακροοικονομικής ύφεσης.
Οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης συμπαρέσυραν, όπως ήταν αναπόφευκτο, και τις αξιολογήσεις των οίκων για τις ελληνικές τράπεζες, με αποτέλεσμα να αποκοπεί στην ουσία η πρόσβαση των τελευταίων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Αυτό συνέβη σε περίοδο κατά την οποία οι ελληνικές τράπεζες είχαν να αντιμετωπίσουν την αποπληρωμή, εντός του 2010, σημαντικών ποσών (της τάξεως των 8 δισεκ. ευρώ) από λήγουσες υποχρεώσεις τους καθώς και τη σημαντική συρρίκνωση της καταθετικής βάσης, η έκταση της οποίας, από τις αρχές του 2010 μέχρι και το Φεβρουάριο του 2011, υπερέβη κατά τι τα 40 δισεκ. ευρώ.
Στο ίδιο διάστημα, οι τράπεζες χρειάστηκε επιπλέον να αναπληρώσουν με δέσμευση πρόσθετων στοιχείων ενεργητικού τη μείωση, κατά περίπου 26 δισεκ. ευρώ, της αξίας του συνολικού ενεχύρου (περιλαμβανομένων, πέραν των κρατικών τίτλων, και τραπεζικών ομολόγων, καλυμμένων ομολογιών κ.ά.) που είχαν προσκομίσει στο Ευρωσύστημα για την άντληση ρευστότητας. Η ανάγκη αυτή προέκυψε επειδή, λόγω των υποβαθμίσεων πιστοληπτικής ικανότητας, ένα σημαντικό τμήμα των τίτλων που στο παρελθόν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο, κατέστη μη αποδεκτό. Αλλά και οι εναπομένοντες αποδεκτοί τίτλοι στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών παρείχαν χαμηλότερη ασφάλεια ρευστότητας, λόγω υποχώρησης των αγοραίων τιμών τους και αύξησης του ποσοστού περικοπής της αποτίμησής τους.