Την εκτίμηση ότι ο κλάδος της γεωργίας μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην εθνική οικονομία, εξέφρασε ο υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Ευάγγελος Αποστόλου, από το βήμα του 1ου συνεδρίου της Ναυτεμπορικής για την αγροτική οικονομία.
Στάθηκε μάλιστα στο γεγονός ότι μετά από δεκαετίες, οι εξαγωγές των αγροτοδιατροφικών προϊόντων, σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων, σημείωσαν αύξηση κατά 22,07%.
Ο κ. Αποστόλου τόνισε, ότι η συγκυρία είναι και ιστορική για τον αγροτικό χώρο, αφού ταυτόχρονα όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μετά από μια περίοδο (2010-2014) μεγάλης πτώσης των εισοδημάτων του, έχουμε το 2015, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αύξηση κατά 12,1%. Είναι η τρίτη μεγαλύτερη αύξηση ανά απασχολούμενο αγρότη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία αντίστοιχα έχουμε την ίδια χρονιά μια μείωση κατά 4,3%.
Αναφερόμενος στους στόχους της αγροτικής πολιτικής του υπουργείου, ο κ. Αποστόλου τόνισε, ότι βούληση είναι να μπει τάξη στα φορολογικά των αγροτών. «Μας φόρτωσαν τα κανάλια ότι είπαμε τους αγρότες φοροφυγάδες. Αυτό που είπαμε είναι ότι η φοροδιαφυγή που υπάρχει στο χώρο έχει ως θύματα τους ίδιους τους αγρότες. Γι αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη γκρίζα ζώνη που δείχνουν τα στοιχεία ότι υπάρχει στη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων. Πρέπει να φωτιστεί ναι ή όχι; Πόσο μάλλον όταν δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν οι αγρότες. Αντίθετα έχουν να φοβηθούν οι μεσάζοντες και τα κυκλώματα που λυμαίνονται τον κόπο του αγρότη και εξασφαλίζουν αδήλωτα υπερκέρδη», σημείωσε ο υπουργός. «Δεν μπορεί στην Ε.Ε. η σχέση τιμής παραγωγού προς τη τιμή του καταναλωτή να είναι 1 προς 3,5 και στη χώρα μας να είναι 1 προς 7. Πρέπει ναι ή όχι να μας απασχολήσει η αδήλωτη εργασία στον αγροτικό χώρο; Ασφαλώς ναι», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Σε αυτό το σημείο ο υπουργός τόνισε ότι θεσπίζεται με σχετικό άρθρο στο ν/σ για τους συνεταιρισμούς το εργόσημο ως το βασικό εργαλείο πληρωμής της απασχόλησης. Η ρύθμιση αυτή, όπως είπε, όχι μόνο θα ικανοποιήσει ένα δίκαιο αίτημα για χρόνια άλυτο των αγροτών, αλλά και θα τους δώσει τη δυνατότητα να δικαιολογήσουν την εν λόγω δαπάνη ως λειτουργικό έξοδο της επιχείρησής τους, επιλύοντας ταυτόχρονα κι ένα δημοκρατικό και όχι μόνο ανθρώπινο πρόβλημα.
Την ίδια στιγμή τονίστηκε ότι καθιερώνεται η υποχρεωτική τήρηση βιβλίων εσόδων – εξόδων και τιμολογίων πώλησης για όλα τα αγροτικά προϊόντα, χωρίς να δημιουργούνται γραφειοκρατικές δυσκολίες. «Πρέπει να γίνει κατανοητό από τους αγρότες ότι οι κατεξοχήν ωφελημένοι θα είναι οι ίδιοι, αφού μόνον έτσι θα μπορούν να αφαιρούν από το ακαθάριστο εισόδημά τους το σύνολο του όντως υψηλού κόστους παραγωγής».
Μέριμνα του υπουργείου είναι η προώθηση των αγροτικών προϊόντων και στο πλαίσιο αυτό, με το νέο θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την προώθηση των αγροτικών προϊόντων, αυξάνεται ο προϋπολογισμός και το ποσοστό συμμετοχής της κοινοτικής χρηματοδότησης και καταργείται η Εθνική συμμετοχή.
Από το 2016, σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου, δίδεται μια τεράστια ευκαιρία με συντονισμένες και συλλογικές προσπάθειες, να αξιοποιηθούν στο μέγιστο το χρηματοδοτικό εργαλείο της προώθησης για την ενδυνάμωση της εξαγωγικής μας δραστηριότητας. “Έχουμε μπροστά μας την εφαρμογή του νέου αναθεωρημένου Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, κοινοτικής ενίσχυσης ύψους 4,7 δισ. ευρώ, και συνολικής επενδυτικής δαπάνης 6 δισ. ευρώ”. Μάλιστα για τη στήριξη των νέων, προβλέπεται από το νέο Πρόγραμμα ένα διπλό «πακέτο» για τους αγρότες έως 40 ετών με στόχο την παραμονή αλλά και την επιστροφή χιλιάδων νέων στη περιφέρεια. Η Ελλάδα είναι χώρα παραγωγής για 102 προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, και κατατάσσεται στην 5η θέση ν Ε.Ε, όσον αφορά στον αριθμό των κατοχυρωμένων ονομασιών.
Ειδική αναφορά έκανε ο κ. Αποστόλου στο γεγονός ότι το 2015 έσπασε η παράδοση, όπως είπε, καθώς ήταν η πρώτη χρονιά που ο έλεγχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν κατέληξε σε πρόστιμο. «Παραλάβαμε δημοσιονομικές διορθώσεις και καταλογισμούς συνολικού ύψους 3 δισ. ευρώ. Τα μισά από αυτά είναι πρόστιμα για την κακή διαχείριση των κοινοτικών ενισχύσεων και τα άλλα μισά ανακτήσεις, όπως τα περίφημα πακέτα Χατζηγάκη, Μοραΐτη και Κοντού. Κάθε χρόνο είχαμε πρόστιμα της τάξης των 300 – 350 εκατ. ευρώ για τους βοσκοτόπους», σημείωσε ο υπουργός.