Πτωτικά κινήθηκε ο δείκτης της παραγωγής της κλωστοϋφαντουργίας τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, σε σύγκριση με τους ίδιους μήνες του 2010, με αποτέλεσμα στο δίμηνο να καταγράφεται μείωση της παραγωγής, σε σύγκριση με το ίδιο δίμηνο του 2010, κατά 21% (-19,9% τον Ιανουάριο και -22,2% τον Φεβρουάριο). Η άνοδος των τιμών, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφεί τον Ιανουάριο μείωση των συνολικών εσόδων των επιχειρήσεων μόνο κατά 3,3%, έναντι αντίστοιχης μείωσης 21,7% τον περυσινό Ιανουάριο.
Η εκρηκτική άνοδος της διεθνούς τιμής του βάμβακος, εδώ και σχεδόν πέντε μήνες, μπορεί να ευνοεί τα εκκοκκιστήρια βάμβακος, αλλά αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, ως σύνολο. Αυτό συνάγεται από την περαιτέρω έντονη πτώση που παρουσιάζει η παραγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων του κλάδου τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους.
Οι αρνητικές τάσεις που επικρατούν στην παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων αντανακλούν, όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, την περαιτέρω εξασθένησή του, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης του μεριδίου που καταλαμβάνουν στις ευρωπαϊκές αγορές τα προϊόντα ομοειδών επιχειρήσεων από ασιατικές, κυρίως, χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να απορροφούν την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών.
Επί συνόλου 15 κατηγοριών προϊόντων του κλάδου, όπως αυτές προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, άνοδο του όγκου παραγωγής την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου, σε σύγκριση με το 2009, παρουσίασαν μόνο δύο (13,3%), σε αντίθεση με τις άλλες δεκατρείς (86,7%), οι οποίες εμφάνισαν πτώση.
Η συνολική παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στη χώρα μας το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2010 ήταν μειωμένη, σε σύγκριση με το 2009, κατά 20,2%, σε επίπεδα τα οποία είναι κατώτερα από τα αντίστοιχα του έτους 2005 κατά 57,8%. Την ίδια περίοδο του 2009 είχε καταγραφεί μείωση της τάξεως του 27,8%, σε σχέση με το 2008.
Η καθοδική πορεία της παραγωγής του κλάδου κατά το 2010 ήταν συνεχής, με τη μείωση να ανέρχεται σε 17,8% το πρώτο τετράμηνο και να κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα τους επόμενους μήνες.
Όπως προκύπτει από επεξεργασία σχετικών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, κατά την εξεταζόμενη περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2010 αυξήθηκε η παραγωγή νημάτων για ράψιμο από βαμβάκι κατά 16,1% και νημάτων από ασυνεχείς συνθετικές ίνες κατά 5,3%.
Συγχρόνως, όμως, μειώθηκε η παραγωγή λοιπών νημάτων κατά 7%, νημάτων από τεχνητές συνεχείς ίνες κατά 31,8%, βαμβακερών υφαντών υφασμάτων κατά 0,7%, υφαντών υφασμάτων από φυτικές ίνες εκτός των βαμβακερών κατά 61,7%, υφαντών υφασμάτων από συνθετικά και τεχνητά νήματα συνεχών ινών κατά 26,15%, εργασιών φινιρίσματος κατά 13,25%, άλλων υφασμάτων πλεκτών και κροσέ κατά 15,5%, κουβερτών και κλινοσκεπασμάτων ταξιδιού κατά 32,1%, σεντονιών και μαξιλαροθηκών κατά 65,8%, σάκων και σακιδίων για συσκευασία προϊόντων κατά 72,8%, ταπήτων και άλλων, θυσανωτών υφαντικών καλυμμάτων δαπέδου κατά 29,6% και λοιπών ταπήτων κατά 20%. Η παραγωγή ταπήτων και άλλων υφαντικών καλυμμάτων, με κόμπους, ήταν μηδενική.
Τα συνολικά έσοδα των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι μειώθηκαν το περασμένο έτος μόνο κατά 13%, παρά τη μείωση της παραγωγής κατά 20,2%, έναντι μείωσης 28,1% που είχε σημειωθεί το 2009, καθώς οι τιμές των προϊόντων σημείωσαν μεγάλη άνοδο τους τελευταίους μήνες του 2010.
Η συνολική παραγωγή του κλάδου κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων αντιστοιχούσε κατά την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με έρευνα που είχε διεξαχθεί το 2005, στο 3,1% της συνολικής παραγωγής της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Στο μεσοδιάστημα η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στη χώρα μας μειώθηκε κατά περίπου 58%.