Σημαντική αύξηση κατέγραψε την τελευταία διετία η αξία των ελληνικών εξαγωγών οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 21η θέση μεταξύ των εξαγωγέων οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο με αξία εξαγωγών 2,711 εκατ. λίρες και εξαγώγιμη ποσότητα 853 χιλ. λίτρα, κατά το έτος 2015, αναφέρει μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Λονδίνου, με θέμα: «Στοιχεία Αγοράς Οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο-2015».
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μελέτη, η αξία των ελληνικών εξαγωγών έχει αυξηθεί κατά 54%, τα τελευταία δύο χρόνια, διατηρώντας μερίδιο 0,12% επί των συνολικών βρετανικών εισαγωγών, το 2015.
«Η αυξητική τάση των δύο τελευταίων ετών, ιδίως σε μία περίοδο που οι συνολικές βρετανικές εισαγωγές οίνου, σε όρους αξίας, σημειώνουν σημαντική πτώση κατά -15%, αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη για τις προοπτικές του ελληνικού οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο», σημειώνεται στη μελέτη.
Δεδομένης, λοιπόν, της διάρθρωσης της ελληνικής αμπελο-οινικής παραγωγής, εκτιμάται ότι οι περισσότερες ευκαιρίες για το ελληνικό κρασί εστιάζονται στους εισαγωγείς, οι οποίοι καλύπτουν την εξυπηρέτηση των high-end ανεξάρτητων καταστημάτων και το λιγότερο ευαίσθητο στις τιμές τομέα της μαζικής εστίασης. Οι καταναλωτές έχουν τώρα μεγαλύτερη επίγνωση των ποικιλιών κρασιού και κρασιά από λιγότερο γνωστές ποικιλίες σταφυλιών και περιοχές στην Ευρώπη κερδίζουν σε δημοτικότητα. Η προώθηση μίας ποικιλίας με μία περιφερειακή ιστορία που αντικατοπτρίζει την ποικιλομορφία των οινοπαραγωγών είναι γενικά πιο εύκολα κατανοητή και αποδεκτή απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Γενικότερα, πάντως, οι τρεις μεγαλύτεροι προμηθευτές οίνου του Ηνωμένου Βασιλείου, Αυστραλία, Ιταλία και ΗΠΑ, από κοινού αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των πωλήσεων σε όγκο και αξία.
Κατανάλωση
Σημειώνεται ότι, για το 2014, το Ηνωμένο Βασίλειο απετέλεσε την έκτη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης οίνου στον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει ο υπ ‘αριθμόν ένα καταναλωτής και ακολουθείται από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Κίνα. Η International Wine & Spirit Research (IWSR) προβλέπει ότι, μέχρι το 2018, οι κορυφαίες αγορές οίνου με βάση την αξία θα είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, με αξία 33 δισεκατομμύρια δολάρια και 26 δισεκατομμύρια δολάρια, αντίστοιχα. Η συνολική κατανάλωση αλκοόλ στη Βρετανία έχει μειωθεί κατά 20%, κατά τα τελευταία 10 χρόνια (Στοιχεία Βρετανικών Τελωνείων-HMRC). Οι ανησυχίες για την υγεία είναι η βασική κινητήρια δύναμη, μαζί με την αλλαγή του τρόπου ζωής και τις δημογραφικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας του ΗΒ, οι καταναλωτικές δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά αυξήθηκαν κατά 13%, από το 2007. Στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε μεταξύ 2007 και 2009, αλλά, στη συνέχεια, αυξάνεται, ετησίως. Ένα μεγάλο μέρος της αύξησης των δαπανών οφείλεται στην αύξηση των φόρων με τη μορφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ένα από τα πιο “αυστηρά” καθεστώτα ειδικού φόρου κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό αποτελεί μέρος της στρατηγικής της κυβέρνησης για τη μείωση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης αλκοόλ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κατανάλωση οίνου δεν είναι πλέον μόνο για τους γνώστες.
Μία πρόσφατη έρευνα της Wine & Spirit Trade Association (WSTA) δείχνει ότι είναι πλέον το προτιμώμενο αλκοολούχο ποτό για το 60% των βρετανών ενηλίκων, σε σύγκριση με όλα τα άλλα αλκοολούχα προϊόντα. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πάνω από 30 εκατομμύρια τακτικούς καταναλωτές κρασιού σε όλες τις περιφέρειες, τις ηλικίες και κοινωνικές τάξεις. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρασιού στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 10 λίτρα ανά άτομο, το 2014.
Οι καταναλωτές μεγαλύτερης ηλικίας θεωρούνται παραδοσιακοί καταναλωτές κρασιών, καθώς η τεράστια ποικιλία των διαθέσιμων σταφυλιών καθιστά το προϊόν μία δύσκολη κατηγορία, για να γίνει κάποιος ειδήμων σε νεαρή ηλικία.
Οι γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιθανότερο από τους άντρες να καταναλώσουν κρασί. Οι οινοπαραγωγοί έχουν προσπαθήσει να προσελκύσουν νέους καταναλωτές στο κρασί με την ανάπτυξη των οίνων με γεύση φρούτων, παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις των προϊόντων αυτής της κατηγορίας φαίνεται να έχουν αποσπάσει μερίδιο από τις πωλήσεις κανονικών οίνων.
Παράλληλα, παραδοσιακοί καταναλωτές ροζέ οίνων φαίνεται να στρέφονται προς κόκκινα ή λευκά κρασιά. Το Cabernet Sauvignon παραμένει η πιο δημοφιλής ποικιλία ερυθρού οίνου, με μερίδιο αγοράς σε όγκο κατά 16%, ενώ στο λευκό κρασί η ποικιλία Sauvignon Blanc κατέχει μερίδιο 17% το 2014.
Όμως, η κορυφαία ποικιλία σε λευκό κρασί παραμένει το Chardonnay, με μερίδιο αγοράς σε όγκο 28%, το 2014. Η κατηγορία των ροζέ οίνων είναι πιο κατακερματισμένη, αν και η ποικιλία Σιράζ/Syrah κατέχει την πρώτη θέση στην κατηγορία, με μερίδιο αγοράς σε όγκο 19%, το 2014.
Κυβερνητική πολιτική έναντι των αλκοολούχων ποτών
Η κυβέρνηση, όπως αναφέρει η μελέτη του Γραφείου Ο.Ε.Υ., έχει θέσει υπό συζήτηση πιθανές φορολογικές πολιτικές για την παροχή κινήτρων κατανάλωσης προϊόντων με χαμηλότερη περιεκτικότητα αλκοόλ, καθώς και αλλαγές στη σήμανση με αναγραφή των θερμίδων (ενέργειας) ανά 100 γραμμάρια ή/και της περιεκτικότητας αλκοόλ ανά ποτήρι ή δοχείο ή/και προειδοποιήσεις για την υγεία. Η Σκωτία, στην οποία παρατηρούνται υπερβολικά υψηλά επίπεδα κατανάλωσης οινοπνεύματος από τον πληθυσμό, προσπάθησε να εισαγάγει την ελάχιστη τιμή μονάδας ως μηχανισμό για την αύξηση της τιμής των φθηνών αλκοολούχων προϊόντων.
Ωστόσο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάνθηκε, τον Δεκέμβριο του 2015 ότι το σχέδιο της κυβέρνησης της Σκωτίας παραβίαζε τη νομοθεσία της ΕΕ. Οι αυξήσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης έχουν προταθεί ως πιθανές εναλλακτικές. Επίσης, τον Ιανουάριο του 2016, η βρετανική κυβέρνηση άλλαξε τη συνιστώμενη ανώτατη εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ για τους άνδρες από 21 μονάδες αλκοόλ σε 14 ανά εβδομάδα. Μία μονάδα αλκοόλ μετριέται ως 10 ml ή 8 γραμ. καθαρής αλκοόλης. Αυτό ισούται με ένα ποτήρι ουίσκι 25 ml (ABV 40%) ή μισό πρότυπο ποτήρι (175ml) για κόκκινο κρασί (ABV 12%), δηλαδή επτά ποτήρια κόκκινο κρασί την εβδομάδα.
Οι συντελεστές του ΕΦΚ στο ΗΒ είναι ήδη πολύ μεγαλύτεροι από ό, τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και, ιδιαίτερα, από εκείνους της γειτονικής Γαλλίας, γεγονός που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για διασυνοριακές πωλήσεις και παράνομες δραστηριότητες.
Η έρευνα του Συνδέσμου Οίνου και Οινοπνευματωδών του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι οι διασυνοριακές πωλήσεις κρασιού έχουν αυξηθεί σταθερά και μπορεί να ανέρχονται στο 15-20% της συνολικής αγοράς του οίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο.