Έξτρα μέτρα για τον… φόβο των Ιουδαίων – Θα εφαρμοστούν σε περίπτωση εκτροχιασμού του ελληνικού προγράμματος
Στο κενό πέφτει το φιλόδοξο σχέδιο της κυβέρνησης Τσίπρα να διασπάσει το αρραγές μέτωπο των δανειστών, προβάλλοντας τις διαφωνίες μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν αλλά και την πορεία του ελληνικού χρέους και της διαχείρισής του, καθώς οι Θεσμοί φαίνεται ότι δεν πείθονται στην λογική του «λαμβάνω μέτρα κι αν δεν αποδώσουν βλέπουμε…».
Κι αυτό διότι οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να υποστούν πάλι, όπως στο παρελθόν, την βάσανο ενός εκτροχιασμού του προγράμματος προσαρμογής, είτε λόγω ατολμίας της ελληνικής κυβέρνησης είτε λόγω ακαταλληλότητας και αποτελεσματικότητας μέτρων.
Πληροφορίες από την Ουάσιγκτον αναφέρουν πως πλέον οι δανειστές απαιτούν από την ελληνική κυβέρνηση να ψηφίσει -επιπλέον των συμφωνηθέντων- προληπτικά μέτρα, δηλαδή πέραν των προβλεπόμενων 5,4 δισ. ευρώ, νέα ύψους 3,6 δισ. ευρώ [βλ. σχετικά: Έξτρα προληπτικά μέτρα 3 δισ. εξετάζουν οι δανειστές]. Αυτά το έξτρα μέτρα θα εφαρμοστούν βέβαια μόνο στην περίπτωση εκτροχιασμού του προγράμματος.
Είναι ενδεικτικό ότι, μετά την Κριστίν Λαγκάρντ που ζήτησε «ρεαλιστικά μέτρα» από την ελληνική κυβέρνηση, και ο Ευρωπαίος Επίτροπος Μοσκοβισί μίλησε για «αξιόπιστα μέτρα».
Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, τίποτα δεν εγγυάται πως η συμφωνία θα κλείσει μέσα στον Απρίλιο. Αντιθέτως φαίνεται πως κερδίζει έδαφος ο «χρησμός» του Νίκου Παππά για συμφωνία «λίγο πριν ή λίγο μετά το Πάσχα», αφού όλη την Μεγάλη Εβδομάδα στο Υπουργείο Οικονομικών θα αναζητούν νέα μέτρα προκειμένου να επέλθει συμφωνία για την πρώτη αξιολόγηση.
Βέβαια ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις: «Εκμεταλλευθήκαμε την παρουσία στην Ουάσιγκτον πολλών πολιτικών και οικονομικών αξιωματούχων για να προχωρήσουμε μπροστά», δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο πλαίσιο των εαρινών συνόδων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Οι επαφές που έλαβαν χώρα μου επιτρέπουν να θεωρώ ότι μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία εν όψει του άτυπου συμβουλίου (σ.σ. 22η και 23η Απριλίου) του Ecofin (των 28 υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε.) στο Άμστερνταμ», πρόσθεσε ο κ. Σαπέν, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να διεξαχθεί ξανά διαπραγμάτευση «στο χείλος του γκρεμού» [βλ. σχετικά: Σόιμπλε και Σαπέν είναι αισιόδοξοι για συμφωνία Ελλάδας – Δανειστών].
Γεγονός είναι ότι η ελληνική πλευρά ποντάρει σε νέους έμμεσους φόρους που πιστεύει πως θα αρέσουν στους δανειστές, για να συμπληρώσει το πακέτο των μέτρων των 5,4 δισ. ευρώ που η ίδια πρότεινε στους Θεσμούς.
Για να αποφύγει περικοπές μισθών και συντάξεων, η κυβέρνηση έφτασε σε σημείο να συζητά, σύμφωνα με πληροφορίες, ΦΠΑ 24%, αυξήσεις ΦΠΑ σε θέατρα και σινεμά, αλλά και νέους έμμεσους φόρους για τους χρήστες ευρυζωνικών συνδέσεων ίντερνετ.
Όλα αυτά συζητήθηκαν και στη δεύτερη έκτακτη συνάντηση Λαγκάρντ –Τσακαλώτου, τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, στην Ουάσιγκτον, που διήρκησε περίπου είκοσι λεπτά. Λίγο νωρίτερα πάντως η «σιδηρά κυρία» του ΔΝΤ έλεγε πως δεν θα πρέπει να αναμένονται άμεσα αποτελέσματα και ότι «υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά να γίνει, αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο».
Μετά και το ραντεβού Τσακαλώτου με Λαγκάρντ και Ντάισελμπλουμ, όλα δέιχνουν ότι η διαπραγμάτευση δεν έφερε για την ελληνική πλευρά τα ποθητά αποτελέσματα. Ακόμη και οι ελπίδες για σωτήρια υπέρ ημών διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα φαντάζουν ισχνές, καθώς πολλοί αμφιβάλλουν ότι η Ουάσινγκτον επιθυμεί να έρθει σε ρίξη με την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ για το ελληνικό ζήτημα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα λοιπόν απέτυχε στον στόχο της να αποκλείσει το ΔΝΤ από την αξιολόγηση, όπως εξαρχής επιδίωκε, ενώ η «πολιτική λύση» που δέχονται οι δανειστές είναι… πρόσθετα μέτρα 3,6 δισ. ευρώ και «αυτόματους σταθεροποιητές» στην περίπτωση εκτροχιασμού του προγράμματος.
Υπενθυμίζεται πως στο μνημόνιο αναφέρεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα 0,5% 1,75% και 3,5% για το 2016, το 2017, το 2018 και έπειτα (2018 and beyond) αντίστοιχα.
Όπως εξήγησε ο κ. Μοσκοβισί το “έπειτα” αναφέρεται στη διατήρηση πλεονάσματος προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.