Alpha Bank: Η ενδεδειγμένη πολιτική περιστολής δημοσίων δαπανών

Όσο ανέρχονται οι φορολογικοί συντελεστές, η βλάβη που προκαλείται στην οικονομική δραστηριότητα και η ενίσχυση της φοροδιαφυγής οδηγούν σε ολοένα λιγότερα έσοδα. Αντίθετα, μια ενδεδειγμένη πολιτική περιστολής δημοσίων δαπανών που θα στηριζόταν στον αποτελεσματικό έλεγχο του κόστους και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι λιγότερο υφεσιακή, εκτιμά η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

 

Η πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποιήσεως έχει συνήθως δύο αντίθετα μεταξύ τους αποτελέσματα: Το πρώτο αποτέλεσμα αφορά στη συσταλτική επίδραση επί της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή για την διασφάλιση των στόχων οδηγεί σε συμπίεση της εγχώριας ζητήσεως.

 

Δεύτερον, η δημοσιονομική προσαρμογή δύναται να έχει επεκτατική διάσταση μέσω της ενισχύσεως της εμπιστοσύνης και της σταθεροποιήσεως των επιχειρηματικών προσδοκιών, τονίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

 

Βασικός σκοπός του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής είναι ο περιορισμός της αρνητικής επιπτώσεως του πρώτου αποτελέσματος και η ενδυνάμωση του δεύτερου.

 

Σύμφωνα με την Alpha Bank, η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι το μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθείται έχει οδηγήσει την οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση. Συγκεκριμένα, από το 2009 έως το 2015 παρατηρείται δραματική αύξηση των φορολογικών συντελεστών, τόσο στην άμεση φορολογία επιχειρήσεων και νοικοκυριών, όσο και στην έμμεση φορολογία. Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν έχει συνοδευθεί από αντίστοιχη αύξηση των φορολογικών εσόδων.

 

Αντιθέτως από το 2011 και εντεύθεν τα έσοδα αυτά διαμορφώνονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο, ως αποτέλεσμα, τόσο της έντονης υφέσεως στην οικονομία και της υψηλής ανεργίας, όσο και της πολιτικής αυξήσεως φορολογικών συντελεστών που συνήθως ευνοούν το φαινόμενο της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.

 

Το 2015, παρατηρήθηκε μικρή αύξηση των εσόδων της γενικής κυβερνήσεως κατά 1,3%, εξέλιξη που αποδίδεται στην απροσδόκητη αύξηση του ΦΠΑ που επιβλήθηκε τον Αύγουστο του 2015. Σε δεύτερο χρόνο, η αύξηση αυτή έχει αρνητική επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και κατά συνέπεια στον ρυθμό αναπτύξεως, αντισταθμίζοντας εντέλει μερικώς ή πλήρως την αρχική αυξητική επίπτωση επί των φορολογικών εσόδων.

 

Σημειώνεται ότι στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2016, τα έσοδα από ΦΠΑ διαμορφώθηκαν χαμηλότερα έναντι των στόχων του Προϋπολογισμού 2016 κατά € 136 εκατ. Συνολικά το 2015, το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβερνήσεως, με βάση το σύστημα εθνικών λογαριασμών ESA2010 ήταν ελλειμματικό στο 3,4% του ΑΕΠ, έναντι πλεονάσματος 0,4% του ΑΕΠ το 2014. Ωστόσο, αν αφαιρεθεί η επίπτωση της υποστηρίξεως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που υπολογίζεται σε 4,1% του ΑΕΠ το 2015, το πρωτογενές ισοζύγιο είναι πλεονασματικό στα 0,7% του ΑΕΠ.

 

Στην παρούσα φάση, η λήψη των δημοσιονομικών μέτρων που απαιτείται είναι συνάρτηση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως έδειξε η εμπειρία κατά την περίοδο της κρίσεως τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα χαρακτηρίζονται από φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας.

 

Όσο ανέρχονται οι φορολογικοί συντελεστές, η βλάβη που προκαλείται στην οικονομική δραστηριότητα και η ενίσχυση της φοροδιαφυγής οδηγούν σε ολοένα λιγότερα έσοδα. Αντίθετα, μια ενδεδειγμένη πολιτική περιστολής δημοσίων δαπανών που θα στηριζόταν στον αποτελεσματικό έλεγχο του κόστους και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι λιγότερο υφεσιακή.

 

Ο εκσυγχρονισμός στον δημόσιο τομέα, εφόσον επιχειρηθεί, μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του και κατά συνέπεια σε εξοικονόμηση πόρων. Επιπροσθέτως, η βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας της κρατικής μηχανής μπορεί να οδηγήσει σε αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κινήτρων για φοροδιαφυγή και ενίσχυση της φορολογικής συνειδήσεως των πολιτών που θα αντιλαμβάνονται ότι η κρατική μηχανή «επιστρέφει» την αξία των φόρων που υποχρεώνονται να πληρώνουν.

 

Το δεύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή η βελτίωση των επιχειρηματικών και επενδυτικών προσδοκιών και των επασφαλίστρων κινδύνου λόγω της επιτεύξεως πρωτογενών πλεονασμάτων στην οικονομία κρίνεται καθοριστικής σημασίας.

 

Το μείγμα πολιτικής, ωστόσο, επηρεάζει και αυτό το αποτέλεσμα. Η σταθεροποίηση των επενδυτικών προσδοκιών μπορεί να έχει ισχυρότερη αναπτυξιακή επίδραση όταν καθιστά το δημόσιο χρέος πιο διαχειρίσιμο σε μακρύτερο χρονικό ορίζοντα.

 

Τούτο προϋποθέτει ότι η περικοπή των δαπανών έχει μόνιμα χαρακτηριστικά μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, της εισαγωγής ενός συστήματος ελέγχου δαπανών και της αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων και όχι γενικευμένες οριζόντιες μισθολογικές μειώσεις, υπογραμμίζει η Alpha.

 

Επιπροσθέτως, η αστάθεια εξαιτίας των συχνών μεταβολών στη φορολογική πολιτική τιμολογείται, ενισχύοντας τα επασφάλιστρα κινδύνου κατά τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων. Τέλος, σημαντικός παράγοντας για την μείωση της αβεβαιότητας και την μείωση του επασφαλίστρου κινδύνου είναι η υιοθέτηση εμπροσθοβαρούς στρατηγικής στη διαδικασία της προσαρμογής.

 

Όπως εκτιμά η Alpha Bank, αυτό ήταν μία από τις δομικές αρετές του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (MoU) που είχε εκτιμηθεί από την επενδυτική κοινότητα. Αυτός ο θετικός αντίκτυπος κινδυνεύει, ωστόσο, να χαθεί εξαιτίας της καθυστερήσεως στην πρώτη αξιολόγηση. Οποιεσδήποτε καθυστερήσεις ή ματαιώσεις υποσκάπτουν αυτήν τη δυναμική θέτοντας σε αμφιβολία την προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος και συνεπώς αποθαρρύνουν την προσέλκυση επενδύσεων και αναστέλλουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ