Η πρόσφατη αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου της περιοχής Αφάντου στη Ρόδο, «σε καμία περίπτωση δεν στοχεύει στην ακύρωση του επενδυτικού προγράμματος του ΤΑΙΠΕΔ, αντιθέτως βελτιώνει το θεσμικό πλαίσιο της τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή» αναφέρει το υπουργείο Πολιτισμού και δίνει διευκρινίσεις για το θέμα «ώστε να μην υπάρχει παραπληροφόρηση» όπως τονίζει σε ανακοίνωσή του.
Ειδικότερα επισημαίνει ότι η πράξη της αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου (δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 21Απριλίου στο ΦΕΚ) «ουδόλως θέτει σε αμφισβήτηση το σύνολο του εγχειρήματος για το οποίο η κυβέρνηση έχει αναλάβει τη δέσμευση να υλοποιήσει και τούτο διότι η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου δεν συνεπάγεται την ταυτόχρονη απαγόρευση δόμησης, αλλά την παρακολούθηση των εργασιών από την αρχαιολογική υπηρεσία, όροι που ούτως ή άλλως είχαν τεθεί κατά την έγκριση του ΕΣΧΑΔΑ από αρχαιολογικής πλευράς».
Όπως επίσης ότι «τα όρια της καθορίστηκαν με κριτήριο τις παλιότερες ανασκαφές, τις νεότερες αρχαιολογικές έρευνες με αφορμή την παρακολούθηση έργων τρίτων φορέων και τις παραδόσεις αρχαιοτήτων στην περιοχή».
Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές στην παράκτια θέση του Αφάντου, αποκαλύπτουν αρχαιότητες που δείχνουν ότι η περιοχή απετέλεσε το πεδίο ανάπτυξης μιας ακμάζουσας κοινωνίας κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια έως και την πρώιμη βυζαντινή περίοδο με έντονη εμπορευματική και εξαγωγική δραστηριότητα, που σύμφωνα με την αρχαιολογική επιστήμη σχετίζεται με τον αρχαίο δήμο των Βρυγινδαρίων και τις πόλεις της ροδιακής Περαίας.
Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή έχουν φέρει στο φως ταφές των προϊστορικών, κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, αρχαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις με κτιριακές υποδομές και κλιβάνους που χρονολογούνται από την ελληνιστική περίοδο έως και την ύστερη αρχαιότητα.
Όσο για τον αρχαιολογικό χαρακτήρα της περιοχής αυτός αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό του αρχαιολογικού χώρου του Ερημοκάστρου το 1999 για την προστασία των μέχρι τότε αρχαιοτήτων (παλαιοντολογικά ευρήματα, τοιχισμένη ακρόπολη, ταφές, οικιστικά κατάλοιπα) και στον καθορισμό Ζωνών Προστασίας το 2000.
Η γνωμοδότηση για την αναοριοθέτηση ήταν ομόφωνη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), και καθώς το ΚΑΣ «απαρτίζεται από έγκριτους επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων της Υπηρεσίας, αλλά και Καθηγητές Πανεπιστημίων δεν μπορούσε να μην υιοθετηθεί από τον υπουργό σε ένα κράτος νομιμότητας και σκοπίμως να αποκρυβεί από τους επενδυτές αλλά και το ΣτΕ, πρακτική που εφαρμοζόταν στο παρελθόν», υπογραμμίζει η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.
Σχετικά με το θέμα των επενδύσεων στο Αφάντου, η ανακοίνωση του ΥΠΠΟ αναφέρει ότι «έχει αναπτυχθεί συνεχής και γόνιμη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων πλευρών – ΤΑΙΠΕΔ, συναρμόδια υπουργεία Πολιτισμού και Αθλητισμού, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθώς και της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του υπουργείου Οικονομικών μεταξύ των οποίων υπάρχει ομοφωνία ότι η αναοριοθέτηση δεν θέτει σε αμφισβήτηση την πραγματοποίηση της επένδυσης».