Την εκτίμηση ότι «η δέσμευση της ελληνικής κυβερνήσεως, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολογήσεως του προγράμματος για την υιοθέτηση μηχανισμού λήψεως προληπτικών μέτρων περικοπής δαπανών σε περίπτωση μη επιτεύξεως των δημοσιονομικών στόχων, δύναται να ενδυναμώσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές», διατυπώνουν οι αναλυτές της Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας «θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρόσθετο παράγοντα τόσο μετριασμού των ανησυχιών στις κεφαλαιαγορές, όσο και εμπέδωσης κλίματος σταθερότητας των επιχειρηματικών συνθηκών, εξέλιξη που δύναται να βοηθήσει στην υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ».
Οι αναλυτές της Alpha Bank εκτιμούν ότι επίσης ότι «η εξάλειψη της πολιτικής αβεβαιότητας αποτελεί απλώς το έναυσμα μιας αναπτυξιακής διαδικασίας. Η διατηρησιμότητα αυτής της διαδικασίας προϋποθέτει την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Οι επενδύσεις αυτές ενισχύουν την παραγωγικότητα και δευτερογενώς αυξάνουν την παραγωγικότητα και άλλων επιχειρήσεων μέσω της βελτιώσεως της τεχνολογίας-τεχνογνωσίας. Κρίνεται λοιπόν μεγάλης σημασίας η προσέλκυση επιχειρηματικών επενδύσεων που θα αποφέρουν μακροχρόνιες αποδόσεις στην οικονομία, εν αντιθέσει με τις επενδύσεις σε κατοικίες, που αποτέλεσαν το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο της χώρας στο παρελθόν και οι οποίες υποδεκαπλασιάστηκαν στην περίοδο της κρίσεως».
Η παραγωγικότητα της οικονομίας συσχετίζεται θετικά με το μέγεθος των εταιριών, στο οποίο η χώρα μας υστερεί σε σχέση με τις υπό σύγκριση ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα παράγουν το 74,8% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας, έναντι του 57,8% που αποδίδουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα στη χώρα μας, οι μεγάλες επιχειρήσεις αποδίδουν μόνο το 25,2% της συνολικής προστιθέμενης αξίας, έναντι του 42,2% που αναλογούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank.