«Παγώνουν» τα σχέδια της κυβέρνησης για παροχή κινήτρων επιστροφής μεγάλων κεφαλαίων από το εξωτερικό οι θεσμοί, οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεσή τους με την προσφορά ευνοϊκών διατάξεων σε όσους φοροδιαφεύγουν.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η ελληνική πρόταση δεν έγινε δεκτή από τους θεσμούς και ιδιαίτερα από το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα να «παγώσει» και η δημιουργία περιουσιολογίου.
Η ελληνική πρόταση
Το οικονομικό επιτελείο πρότεινε αφενός τη χορήγηση κινήτρων για όσους αποκαλύψουν εθελοντικά εισοδήματα που δεν έχουν φορολογηθεί, αφετέρου τα κεφάλαια αυτά να τοποθετηθούν σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος της Ε.Ε. Δηλαδή, εάν τα χρήματα αυτά βρίσκονται σε κάποια χώρα της Ε.Ε. να μπορούν να παραμείνουν σε αυτή, ενώ εάν βρίσκονται στο Λουξεμβούργο ή την Ελβετία να επιστρέψουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από τους θεσμούς οι οποίοι θεωρούν ότι δεν πρέπει να συνεχίσει η Ελλάδα να παρέχει κίνητρα στους φοροφυγάδες και μάλιστα με τόσο μεγάλες εκπτώσεις. Ο αντίλογος από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν ότι δεν θα εμφανισθεί ουδείς εάν κληθεί να καταβάλει φόρους που θα ανέρχονται στο 50% των εισοδημάτων που έχουν αποκρυβεί (φόρος και πρόστιμα).
Ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αναφέρει «ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έρθει κάποιος που έχει αποκρύψει δύο εκατ. ευρώ και το Δημόσιο να του πάρει το ένα. Θα πρόκειται για μία αποτυχημένη ρύθμιση από τη γέννησή της». Σημειώνει μάλιστα ότι η εξέλιξη αυτή καθιστά ανέφικτη τη δημιουργία του περιουσιολογίου, καθώς η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει μία ουσιαστικά βάση δεδομένων με τα περιουσιακά στοιχείων των φορολογουμένων. Επί της ουσίας, το περιουσιολόγιο που επρόκειτο να τεθεί σε λειτουργία τον Ιανουάριο του 2016 αναβάλλεται.
Οι επικεφαλής των θεσμών ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές να ενεργοποιήσουν τις διακρατικές συμφωνίες για ανταλλαγή πληροφοριών, με στόχο να εντοπισθούν Έλληνες φορολογούμενοι με κεφάλαια στο εξωτερικό. Το μόνο που δέχονται οι θεσμοί είναι να δοθούν μικρά κίνητρα, όπως η μη επιβολή προσαυξήσεων με διατήρηση ωστόσο των ποινικών κυρώσεων.