Ανυπέρβλητα εμπόδια η διάσταση απόψεων Ευρωπαίων – ΔΝΤ για την αντιμετώπιση του χρέους
Μόνο σε πολιτικό επίπεδο, εφόσον πράγματι υπάρχει η ανάλογη βούληση από τους ιθύνοντες, μπορεί να ξεπεραστεί ο «σκόπελος» των διαφωνιών που ακόμη υφίστανται μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της ευρωπαϊκής πλευράς, σχετικά με τη αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους.
Αυτή είναι και η πεποίθηση τεχνοκρατών αλλά και άλλων θεσμικών παραγόντων στις Βρυξέλλες, καθώς η προχθεσινή διαρροή της θέσης του ΔΝΤ περί παγώματος αποπληρωμής τόκων ή κεφαλαίου έως το έτος 2040 [βλ. σχετικά: Η πρόταση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος] και επιμήκυνση λήξης των ομολόγων έως το 2080 βρίσκει το Βερολίνο ακριβώς στον αντίποδα [βλ. σχετικά: Ο Σόιμπλε αποκλείει «πάγωμα» επιτοκίων για την Ελλάδα].
Επομένως η ελληνική κυβέρνηση, αν και κατά γενική ομολογία των δανειστών έχει διαβεί επιτυχώς το μεγαλύτερο κομμάτι του δρόμου των μεταρρυθμίσεων, με πράγματι αιματηρές θυσίες στον τομέα των μειώσεων μισθών – συντάξεων, υποχώρησης των κοινωνικών παροχών και περικοπής κρατικών δαπανών, θα πρέπει τώρα να αναζητήσει τις λύσεις εκείνες που, με το λιγότερο κατά το δυνατόν κόστος για την ίδια, θα κάμψει τις αντιρρήσεις των Ευρωπαίων πείθοντας ότι και για αυτούς το κόστος θα είναι το ελάχιστο.
Βεβαίως η θέση της χώρας μας επιδεινώνεται από το γεγονός ότι συχνά της στερείται το δικαίωμα να προβάλλει τις θέσεις της απευθείας στους δανειστές, καθώς σε πάμπολλες συσκέψεις ούτε καν εκπροσωπείται. Από την άλλη πλευρά, και το Βερολίνο δείχνει παγιδευμένο στις δικές του εμμονές, αφού και το ΔΝΤ θέλει διακαώς ως μέρος της ομάδας αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης και δεν δέχεται οποιαδήποτε πρόταση του Ταμείου για ελάφρυνση του χρέους.
Οι φόβοι αυτοί του Γερμανού υπουργού Οικονομικών σαφώς αντανακλούν την πάγια αντίληψη της κυβέρνησης Μέρκελ, ότι η γερμανική Βουλή δεν θα εγκρίνει οποιαδήποτε πρόταση για ελάφρυνση. Αυτός είναι και ο λόγος που η καγκελαρία προσπαθεί να μεταφέρει σε χρόνο ύστερο (2018) τις όποιες αποφάσεις, ώστε να έχουν παρέλθει οι ομοσπονδιακές εκλογές του 2017.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ παραμένει ακλόνητο στις θέσεις του, συνδέοντας μετ΄ επιμονής την συμμετοχή του σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αποφασιστούν και θα συμφωνηθούν εδώ και τώρα, έστω κι αν η εφαρμογή τους θα είναι σταδιακή.
Πριν το Εurogroup της προσεχούς Τρίτης, συζητήσεις θα γίνουν και στο περιθώριο της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών της G7, στο τέλος της εβδομάδας, στην Ιαπωνία. Στις συζητήσεις αυτές, εκτός από τους Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Μισέλ Σαπέν, ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ θα έχουν την ευκαιρία να δεχθούν τις πιέσεις των Αμερικανών, καθώς ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ πιέζει απροκάλυπτα και επίμονα για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Παρά το ότι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης στις 24 Μαΐου θα συνεδριάσουν με βάσει τις εισηγήσεις του EuroWorking Group, που συνέρχεται την Δευτέρα το βράδυ, όλοι γνωρίζουν ότι οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν με βάση πολιτικά κριτήρια, καθώς το μοναδικό πεδίο όπου όλοι συμφωνούν είναι η επιμήκυνση αποπληρωμής των δανείων και των περιόδων χάριτος. Και βέβαια ούτε κουβέντα για τις προτάσεις εξαγοράς από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) δανείων του ΔΝΤ προς την χώρα μας ή αυτήν της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού. Σε αυτά τα δύο θέματα οι διαφωνίες των δανειστών φαντάζουν ανυπέρβλητες.
Σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στο μεθαυριανό Eurogroup, υπάρχουν δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους θεματολογίες: Η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με την επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% το 2018, και η συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι «όλα είναι αλληλοεξαρτωμένα», ενώ σημείωσε πως απώτερος στόχος είναι «ένα βιώσιμο συνολικό πακέτο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, σε συνδυασμό με τις αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους».
Προβλέψεις και εκτιμήσεις
Ο διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ντάνιελ Γκρος και ο Ζολτ Ντάρβας, αναλυτής του Bruegel, εκτιμούν ότι δεν θα έχουμε μία θεαματική αναδιάρθρωση του χρέους, ενώ προβλέπουν ότι η ευρωζώνη θα οδηγηθεί σε εξαγορά μέρους του χρέους που οφείλεται στο ΔΝΤ.
Ο κ. Γκρος τάσσεται κατά της συμμετοχής του Ταμείου, ενώ ο κ. Ντάρβας θεωρεί ως απίθανη τη συμμετοχή τού ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα. Και οι δύο τάσσονται κατά των προληπτικών μέτρων, θεωρώντας πως, εάν εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα, αυτά δεν θα χρειαστούν.