Χωρίς ουσιαστική αναβάθμιση του τρόπου λειτουργίας του, το Δημόσιο δεν πρόκειται να επιτελέσει τον σημαντικό ρόλο που του έχει ανατεθεί, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, στο Εβδομαδιαίο Δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Στο προίμιο της ανάλυσής του ο ΣΕΒ τονίζει ότι κατ’ επανάληψη έχει κατηγορηθεί ως «εχθρός» ή «ενάντιος» στον Δημόσιο Τομέα, κάτι το οποίο αρνείται κατηγορηματικά, προσθέτοντας ότι η βασική του αντίρρηση έγκειται στο γεγονός ότι οι όποιες προσπάθειες μένουν μόνο σε περικοπές δαπανών και όχι σε ουσιαστική μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Με αφορμή την παράθεση στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ/Eurostat για τη μισθολογική δαπάνη στο δημόσιο τομέα, ο ΣΕΒ υφίσταται δίκην προθέσεων, στη βάση των απόψεων και μόνο που εκφράζει.
Ο ΣΕΒ σέβεται τις απόψεις όλων και ευχαρίστως αντιπαραθέτει επιχειρήματα με στοιχεία επιδιώκοντας την αποτύπωση της πραγματικότητας.
Δια του λόγου το αληθές, ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου έχει μειωθεί στα χρόνια των Μνημονίων, είτε περιλαμβάνονται οι τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές, είτε όχι.
Με το να αφαιρούνται, όμως, αυτές μόνο και μόνο για να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η καθαρή μισθολογική δαπάνη (εκτός τεκμαρτών κοινωνικών εισφορών) είναι σήμερα στην Ελλάδα μικρότερη απ’ ό,τι στη μέση κοινοτική χώρα (ΕΕ-28) κατά 0,2 π.μ. του ΑΕΠ, βλέπουμε μόνο το δέντρο και χάνουμε το δάσος, καθώς υποεκτιμάται σημαντικά το συνολικό κόστος για την κοινωνία της ασκούμενης πολιτικής στο δημόσιο είτε αυτή αφορά μισθούς είτε συντάξεις, καθώς δεν συμπεριλαμβάνονται τα μελλοντικά ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στο δημόσιο τομέα, που προκαλούνται από την ανεπάρκεια των σωρευμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε σχέση με τις καταβαλλόμενες συντάξεις.
Ανεξαρτήτως του πόσο ατελώς υπολογίζονται, λόγω έλλειψης αναλογιστικών μελετών, οι τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές, στην ουσία συνδέονται άμεσα με τις βαθειές περικοπές στις συντάξεις, τα εφάπαξ, και τις αμοιβές στο δημόσιο τομέα για να περιορισθούν τα ελλείμματα σε επίπεδα συμβατά με το στόχο του συμπληρωματικού Μνημονίου για 3,5 π.μ. του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, από το 2018 και μετά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, με την εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και στο δημόσιο τομέα, οι τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές θα αρχίσουν σταδιακά να μειώνονται ώστε να αποτυπώνουν την πρόοδο που συντελείται όσον αφορά στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Μέχρι τότε, όμως, θα αποτυπώνουν το πρόσθετο κόστος για την κοινωνία της μισθολογικής δαπάνης του δημοσίου, όπως καταγράφεται στον προϋπολογισμό.
Πέραν της παράθεσης των στοιχείων αυτών, παραμένει ως γεγονός ότι στα χρόνια του μνημονίου δεν προχώρησε με ταχύτητα η θεσμική αναβάθμιση του δημοσίου, ώστε να επιτελέσει πιο αποτελεσματικά και προς όφελος τόσο του ιδιωτικού τομέα όσο και των έντιμα και σκληρά εργαζόμενων δημοσίων υπαλλήλων, τον σημαντικό ρόλο που επιτελεί το κράτος σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα.
Τη σχετική προειδοποίηση για το αδιέξοδο της προώθησης μόνο της δημοσιονομικής προσαρμογής χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές, έχει επανειλημμένα τονίσει η ηγεσία του ΣΕΒ στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σήμερα, η προσαρμογή του μεγέθους του κράτους στις δυνατότητες της παραγωγικής οικονομίας αποτελεί ανάγκη, όχι για να καθηλωθούν μόνιμα σε χαμηλό επίπεδο μισθοί και απασχόληση στο δημόσιο, αλλά για να αναπτυχθεί η οικονομική δραστηριότητα με δυναμισμό.
Μόνο τότε θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν καλύτερες αποδοχές σε ένα αποδοτικό δημόσιο, στο οποίο θα επικρατεί η διαφάνεια, η λογοδοσία και η αξιολόγηση και το οποίο θα διασφαλίζει τη μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα συνεισφέρει στη σταθερή μείωση της ανεργίας.
Εν αναμονή των στοιχείων για το ΑΕΠ του πρώτου 3μήνου 2016, οι αρχικές εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ κάνουν λόγο για ύφεση -1,3% σε ετήσια βάση, έναντι υποχώρησης -0,8% το τέταρτο 3μηνο του 2015, συμπληρώνοντας τρία διαδοχικά 3μηνα ύφεσης μετά από έξι συνεχόμενα 3μηνα θετικής μεταβολής. Αισιοδοξία προκαλεί η σταθερή, αν και με μικρό ρυθμό, υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο τον Φεβρουάριο 2016 περιορίστηκε στο 24,2%, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2012».